Ο Αλέξανδρος Ωνάσης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1948 στη Νέα Υόρκη και ήταν γιος του Έλληνα Κροίσου Αριστοτέλη Ωνάση και της πρώτης του γυναίκας Αθηνάς (Τίνας) Λιβανού. Δυο χρόνια αργότερα γεννήθηκε και η αδελφή του Χριστίνα Ωνάση.
Πέρασε ξένοιαστα παιδικά χρόνια, αν και οι σχέσεις με τον πολυάσχολο και διάσημο πατέρα του δεν ήταν πάντα οι καλύτερες δυνατές. Αγαπούσε πολύ τη μητέρα του και δεν είδε με καλό μάτι το χωρισμό των γονιών του και το γάμο του πατέρα του με την Ζακλίν Μπουβιέ-Κένεντι.
Ο Αλέξανδρος είχε πάθος με τα ακριβά σπορ αυτοκίνητα και ξακουστή ήταν η σχέση του με την κατά δεκάξι χρόνια μεγαλύτερή του Φιόνα Κάμπελ-Τίσεν, μοντέλο από τη Νέα Ζηλανδία και πασίγνωστη κοσμική των ευρωπαϊκών σαλονιών. Ο πατέρας του δεν ενέκρινε αυτή τη σχέση και προσπάθησε με κάθε τρόπο να τη διαλύσει.
Ο Ωνάσης είχε μεγάλη αδυναμία στον Αλέξανδρο και από μικρό τον έπαιρνε μαζί του για να τον μυήσει στα μυστικά της δουλειάς. Στις αρχές της δεκαετίας του '70 ο Αλέξανδρος ανέλαβε τη γενική διεύθυνση της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ιδιοκτησίας τότε του Αριστοτέλη Ωνάση.
Όμως τη Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 1973, το αμφίβιο αεροπλάνο Piaggio 136 που πιλοτάριζε ο Αλέξανδρος κατέπεσε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, δευτερόλεπτα μετά την απογείωσή του.
Ο Διάδοχος του Ωνάση τραυματίστηκε βαριά και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο ΚΑΤ, όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 7 το απόγευμα της 23ης Ιανουαρίου, λόγω βαριών κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων. Ήταν 25 ετών.
Ας ξεκινήσουμε όμως την ιστορία από την αρχή.
Στις 21 Ιανουαρίου 1973 έφτασε στην Αθήνα ο Αμερικανός πιλότος Ντόναλντ Μακ Κάσκερ, ο οποίος θα αντικαθιστούσε τον έως τότε πιλότο Ντονλορ Μακ Γκρέγκορ, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή πετούσε μαζί με τον Αλέξανδρο το Piaggio, αλλά σταμάτησε γιατί παρουσίασε προβλήματα υγείας. Την επόμενη μέρα ο νέος πιλότος θα έκανε μια δοκιμαστική πτήση με το Piaggio.Μια τέτοια ευκαιρία δε θα μπορούσε να ξεφύγει από τον Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν καλός πιλότος και έπειτα από απαίτηση του πατέρα τουπαρακολούθησε ειδικό σεμινάριο στο Λονδίνο με εξομοιωτές πτήσεων. Έτσι το βράδυ της 21ης Ιανουαρίου έφτασε στην Αθήνα από το Μόντε Κάρλο.
Το επόμενο πρωί στις 22 Ιανουαρίου πήγε στο αεροδρόμιο, όπου ήδη βρισκόταν ο Μακ Κάσκερ, ο Μακ Γκρέγκορ και ο συνεργάτης του Αλέξανδρου Στέφανος Μαγκλάρας, που πέταγε συχνά με το Piaggio.
Γύρω στις 3.10 το μεσημέρι μπήκαν στο αεροπλάνο. Χειριστής ήταν ο Αλέξανδρος Ωνάσης που καθόταν στη δεξιά πλευρά του πιλοτηρίου, δίπλα του ο Μακ Κάσκερ και πίσω ο Μακ Γκρέγκορ.
Το αεροπλάνο κατευθύνθηκε αμέσως στο διάδρομο απογείωσης. Μετά την άδεια που πήρε από τον πύργο ελέγχου, απογειώθηκε, πέταξε έξι επτά μέτρα και αμέσως έκλινε προς τα δεξιά, με πλάγια κατακόρυφη φορά, και χτύπησε στο έδαφος. Το αεροπλάνο έσκασε στο διάδρομο και μετά άρχισε να περιστρέφεται, χτυπώντας συνεχώς στο τσιμέντο, μετατρέποντας την άτρακτο σε άμορφη μάζα από σίδερα.
Ο Αλέξανδρος υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, και αφού ματαφέρθηκε αρχικά στο νοσοκομείο της αμερικανικής βάσης του Ελληνικού, κατέληξε στο ΚΑΤ, όπου την επόμενη μέρα άφησε την τελευταία του πνοή. Οι δύο συνεπιβάτες του επέζησαν με μερικά κατάγματα.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης μόλις έμαθε το θλιβερό μαντάτο στη Νέα Υόρκη κατέρρευσε. Η σορός του Αλεξάνδρου μεταφέρθηκε στον Σκορπιό, όπου τάφηκε και δυο χρόνια μετά τον ακολούθησε ο πατέρας του που δεν συνήλθε ποτέ μετά το θάνατο του γιου του.
Ποια όμως ήταν η αιτία του δυστυχήματος; Για τους λόγους της συντριβής του Piaggio 136 εκδόθηκαν τρία διαφορετικά πορίσματα, που συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα, αιτία του δυστυχήματος ήταν: "η αντίθετος της κανονικής λειτουργία των πηδαλίων κλίσεως, οφειλομένη στην αντίστροφον σύνδεσιν των συρματόσχοινων κινήσεως αυτής. Ακόμη συντελέσασαι αιτίαι είναι η πλημμελής επίβλεψις και έλεγχος των εις το αεροσκάφος εκτελεσθεισών εργασιών, υπό των αρμοδίων τεχνικών υπηρεσιών, όπως και ο μη εντοπισμός υπό του χειριστού της αντιστρόφου ανταποκρίσεως των πηδαλίων κλίσεως, κατά τον προ της πτήσεως έλεγχον".
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης από την πρώτη στιγμή υποστήριξε ότι το δυστύχημα δεν ήταν τυχαίο και ότι ο γιος του ήταν θύμα εγκληματικής ενέργειας. Οι φόβοι του ενισχύθηκαν και από τα αποτελέσματα των πορισμάτων. Επικυρηξε τους δολοφόνους του γιου του, όπως υποστήριζε, με 1.000.000 δολάρια, επικύρηξη που ισχύει μέχρι σήμερα.
Αμέσως φούντωσε και η συνομωσιολογία. Ως "δολοφόνοι" του Αλέξανδρου Ωνάση έχουν υποδειχτεί κατά καιρούς η CIA, ο Σταύρος Νιάρχος, το καθεστώς των συνταγματαρχών, ακόμα και οι εργαζόμενοι στην Ολυμπιακή.
Για το δυστύχημα κατηγορήθηκαν επτά μηχανικοί της Ολυμπιακής και η δίκη τους έγινε το 1977 σχεδόν πέντε χρόνια μετά το συμβάν. Οι μηχανικοί αρνήθηκαν την ευθύνη που τους αποδιδόταν και τελικά στις 7 Νοεμβρίου 1977 αθωώθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Όλα αυτά τα σενάρια που κατά καιρούς προτάθηκαν δεν υποστηρίχθηκαν με ισχυρά επιχειρήματα, και έτσι ακόμα και σήμερα ο θάνατος του διαδόχου της αυτοκρατορίας Ωνάση παραμένει ένα μυστήριο. Ένα μυστήριο που επιζητεί τη λύση του.
Στη μνήμη του μοναχογιού του, ο Αριστοτέλης Ωνάσης συνέστησε το ίδρυμα «Αλέξανδρος Ωνάσης» με έδρα το Βαντούζ του Λιχτενστάιν και κεντρικά γραφεία στην Αθήνα. Από τα κέρδη της οικονομικής αυτοκρατορίας Ωνάση, το ίδρυμα χορηγεί υποτροφίες και χρηματοδοτεί διάφορα έργα κοινωφελούς χαρακτήρα.