Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Η «Γιορτή Κρασιού» που διεξαγόταν στο Δαφνί υπήρξε αναμφισβήτητα ένας επιτυχημένος θεσμός. Μια στατική του 1958 είναι ενδιαφέρουσα. Συμμετείχαν 117.000 επισκέπτες, εκ των οποίων το 20% ήταν αλλοδαποί. Καταναλώθηκαν 54.191 οκάδες οίνου, εκ των οποίων 30.619 οκάδες γλυκύς και 23.572 ξηρός. Πωλήθηκαν ή διανεμήθηκαν 45.00 καράφες και 80.000 ποτηράκια διακοσμημένα με παραστάσεις της Γιορτής[1]. Μεταβαλλόταν πλέον στην μεγαλύτερη ελληνική τουριστική εκδήλωση, με ευρύτερη διεθνή απήχηση.
Τόσο η Ελληνική Περιηγητική Λέσχη όσο και Οργανισμός Τουρισμού επένδυαν πλέον, το 1960, δημιουργώντας μόνιμες εγκαταστάσεις, αρχής γενομένης από εστεγασμένο χώρο σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Σφαέλλο. Τους άλλους χώρους διακόσμησε ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου[2]. Τα διάφορα θεάματα ανέβαιναν σε τέσσερις πίστες, λειτουργούσαν δύο ορχήστρες και παρουσιάζονταν χορευτικές συνθέσεις. Τις μακέτες των κοστουμιών των κοριτσιών που ξεναγούσαν τους καλεσμένους και προσέφεραν κρασί είχε φιλοτεχνήσει η ζωγράφος Αλκμήνη Νικολαΐδου[3].
Πανδαισία κρασιών με ογδόντα ποικιλίες απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος και φαγητό για όλα τα βαλάντια. Λειτουργούσαν το εστιατόριο στο Τουριστικό Περίπτερο, ένα ακόμη εστιατόριο σε εστεγασμένο χώρο, ένα μικρότερο και δύο ταβέρνες. Η «Γιορτή του Κρασιού» ξεκινούσε στις επτά και τέλειωνε στις ένδεκα και μισή. Από το 1965 η εμπλοκή πλέον του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού επεκτάθηκε και στην διαχείριση της γιορτής, της οποίας το μέγεθος είχε λάβει εθνικές διαστάσεις. Εντάχθηκε στο γενικότερο πρόγραμμα του ΕΟΤ, ο οποίος χρηματοδότησε περισσότερες δράσεις επιδιώκοντας να επεκτείνει την «Γιορτή του Κρασιού» σε «Μεσογειακή»[4].
Γι’ αυτό προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν με προϊόντα τους αρκετά κράτη (Γαλλία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Ισπανία, Τουρκία, Ισραήλ κ.ά.). Ταυτοχρόνως εκλήθησαν και ξένοι εμπειρογνώμονες για να δοκιμάζουν τα κρασιά και να προσφέρουν την άποψη και την γνώση τους. Ένας μήνας χαράς και γλεντιού με λαϊκούς χορούς, ξένες και ελληνικές ατραξιόν αλλά και Καραγκιόζη από τον Σπαθάρη. Μαύρα μπαλέτα από την Ουγκάντα αλλά και τον χορευτικό όμιλο της Ρένας Καμπαλάδου[5].
Αθάνατες ρετσίνες, γλυκόπιοτες ρομπόλες, μπρούσκα, μοσχάτα, λευκά κρασιά έτρεχαν ασταμάτητα από δεκάδες βαρέλια. Προσπαθώντας να τονώσουν ακόμη περισσότερο την Γιορτή, οι διοργανωτές οργάνωναν διάφορα έκτακτα γεγονότα, όπως η εκλογή της «Μις Γιορτή του Κρασιού» και την «Βραδυά της Μίνι ζυπ» το 1967[6].
Επί πολλά χρόνια καθιερώθηκαν τα λαϊκά προγράμματα και από την «Γιορτή του Κρασιού» παρέλασαν λαϊκοί καλλιτέχνες όπως οι Γιώργος Ζαμπέτας, Βαγγέλης Περπινιάδης, Σπύρος Ζαγοραίος, Παναγιώτης Μιχαλόπουλος κ.ά.[7]. Πολλοί υποστηρίζουν πως ο θεσμός καταργήθηκε διότι εκφυλίσθηκε προϊόντος του χρόνου[8]. Πράγματι, η αδιαφορία των οργανωτών να ανανεώσουν την λειτουργία της και το πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούσε οδήγησε, κατά κάποιο τρόπο, στην απώλεια της αίγλης της. Είχαν χαθεί η πρωτοτυπία και η ελληνικότητα της εμπνεύσεως που εκθείαζε κάποτε ο Δημήτρης Ψαθάς[9], καθιερώνοντας τον όρο «Κρασογιορτή». Δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι παραινέσεις του Σπύρου Μελά, ο οποίος προέτρεπε τους οργανωτές να χρησιμοποιούν υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά για να ανανεώνουν τη σύγχρονη γιορτή του κρασιού.
«Η στασιμότης δεν είναι ποτέ καλή. Χρειάζεται πάντοτε κάτι καινούργιο, ανάπτυξις και αξιοποίησις ωρισμένων μερών της εορτής και προσθήκη νέων θεμάτων», έγραφε προφητικά ο ακάματος χρονογράφος[10]. Φτάνουμε στην δεκαετία 1980 όταν ενέσκηψε ρεύμα ανατροπών, επηρεάζοντας και την τοπική αυτοδιοίκηση, στην οποία περιήλθε η διαχείριση της περιοχής. Επισήμως οι νομαρχιακές αρχές πρότειναν την μετάθεση στα Μεσόγεια, παρά το γεγονός ότι η Γιορτή διατηρούσε χαρακτηριστικά που επέτρεπαν να προβλέπεται η αναζωογόνησή της. Στα μέση της δεκαετίας ’80 διαρκούσε περίπου ένα 45νθήμερο και προσείλκυε ακόμη Έλληνες και ξένους επισκέπτες. Ωστόσο, η αδιαφορία αλλά και οι διαθέσεις του ΕΟΤ άλλαξαν.
Επίσης τα τοπικά συμφέροντα και η έλλειψη φιλόδοξων προγραμμάτων οδήγησαν σε μαρασμό τον θεσμό που προσέφερε τις υπηρεσίες του επί τέσσερις περίπου δεκαετίες. Το τυπικό τέλος δόθηκε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΟΤ που ανακοινώθηκε από τον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Νίκου Σκουλά τον Αύγουστο 1984. Η απόφαση ήταν εναρμονισμένη με την γενικότερη κυβερνητική πολιτική «για την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων». Θεωρήθηκε πως γενικά τα Καλλιστεία «εκμεταλλεύονται το γυναικείο σώμα και θα ήταν ανακόλουθο για την Πολιτεία να διοργανώνει τέτοιου είδους εκδηλώσεις», όπως ανέφερε η ανακοίνωση[11]. Αντί να καταργήσουν τα ιδιόμορφα Καλλιστεία που τελούνταν στα πλαίσια της «Γιορτής του Κρασιού» κατάργησαν την γιορτή.