Το καλοκαίρι του 2019 η 60χρονη Σούζαν Ίτον κάνει τζόκινγκ στον δρόμο κοντά στο Μνημείο Ευελπίδων στο Κολυμπάρι της Κρήτης. Ο Γιάννης Παρασκάκης οδηγεί και τη βλέπει στην άκρη. Την προσπερνά. Κάνει αναστροφή και τη χτυπά με το αυτοκίνητο δύο φορές, ρίχνοντάς την κάτω αναίσθητη. Τη βάζει στο πορτ μπαγκάζ και τη μεταφέρει σε σπηλιά, σε απόσταση 10 χλμ. από την περιοχή. Εκεί παραμένει περίπου μια ώρα και 20 λεπτά.
Αφού τη βιάσει θα την πετάξει σε ένα φρεάτιο στο παλιό πυροβολείο, το οποίο σκέπασε με μια παλιά παλέτα. «Με πιάνει κάτι και θέλω να κάνω κακό» φέρεται να δηλώνει και συμπληρώνει πως εκείνο το μεσημέρι είχε βγει από το σπίτι με μόνο σκοπό να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Με κάθε κόστος. «Δέχομαι ότι ισχύει η κατηγορία».
Η 60χρονη, όπως προέκυψε από την ιατροδικαστική εξέταση, έφερε βαριά κατάγματα στα πλευρά και στο πρόσωπο και χτυπήματα στα χέρια. Ο ιατροδικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος της 60χρονης ήταν ασφυκτικός, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προήλθε από το κλείσιμο των αεραγωγών. Ο δολοφόνος στην κατάθεσή του στις αρχές αρνήθηκε ότι την έπνιξε. Στο Δικαστήριο οι δύο άντρες που εντόπισαν το πτώμα κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου τους. Όπως είπαν, οι δυο τους, είχαν ξαναπάει στο σημείο 20 ημέρες νωρίτερα, για να βρουν την είσοδο.