Α.1. Η καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας είναι γνωστή σε όλους. Μάλιστα, με τη δράση του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έγινε διεθνώς γνωστή. Σε αρκετά τεύχη του ΝοΒ π.χ. δημοσιεύονται αποφάσεις του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδικαστικές για την Ελλάδα, λόγω της καθυστερήσεως αυτής και μεταξύ των υποχρεώσεων της Χώρας μας έναντι των εταίρων / δανειστών της περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για την ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης.
- Η καθυστέρηση αυτή δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και συναλλαγών, επιτείνει αντί να επιλύει τις διαφορές και προκαλεί κόστος οικονομικό, κοινωνικό και ηθικό. Μερικοί, μάλιστα, μιλούν και για αρνησιδικία, όπως – και αυτό αποτελεί ομολογία πλήρους αποτυχίας αλλά και αβελτητρίας παράδειγμα – το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη δίκαιη δίκη, το οποίο έφερε στον τίτλο του και την καταπολέμηση της αρνησιδικίας. [Βέβαια, τελικά απαλείφθηκε η φράση αυτή από τον τίτλο του νόμου, ευτυχώς].
- Με τη διπλή ιδιότητά μου του Δικηγόρου και Καθηγητή Νομικής και χάρη στην επί δεκαετίες ενασχόλησή μου με τη δημοσίευση και τον σχολιασμό αποφάσεων ιδίως στα περιοδικά ΝοΒ και ΕπιΔικΙΑ είχα την ευκαιρία να ερευνήσω το φαινόμενο αυτό στο χώρο της Δικαιοσύνης – και χρησιμοποιώ την έκφραση αυτή, γιατί παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται σε όλους τους τομείς της κρατικής δραστηριότητας.
Τις σκέψεις μου και τα όποια πορίσματα έχω την ευκαιρία να εκθέσω και στον Τιμητικό Τόμο προς τιμή του Ν. Κουράκη, φίλου και συναδέλφου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Β. Ξεκινάω από την παραδοχή πως πράγματι καθυστερεί στη χώρα μας η απονομή της Δικαιοσύνης. Άλλο το θέμα, ότι υπάρχουν και αρκετές εξαιρέσεις που οφείλονται, κατά το μέγιστο μέρος, στην προσωπική προσπάθεια (θα μπορούσα να πω και αυτοθυσία) των δικαστών. [Πρόβλημα, κατά κανόνα, δεν υπάρχει στα λεγόμενα «μικρά» δικαστήρια, όπου ο αριθμός των υποθέσεων είναι μικρός]. Και με βάση την παραδοχή αυτή θα επιχειρήσω να αναζητήσω τα αίτια της καθυστερήσεως – τουλάχιστον ορισμένα, τα κυριότερα από αυτά.
Ι. Διάκριση των αιτίων
Τα αίτια μπορεί να διακριθούν σε ενδογενή και εξωγενή.
Στα ενδογενή περιλαμβάνεται η δράση των δικαστικών λειτουργών, των δικαστικών υπαλλήλων και των δικηγόρων. Θα μπορούσαν να ονομασθούν interna corporis.
Στα εξωγενή περιλαμβάνεται η δράση της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας σχετικά με τη δικαστική εξουσία και η επίπτωση της δράσεως αυτής στη δικαστική λειτουργία.
ΙΙ. Τα ενδογενή αίτια
- Στα μεγάλα και περισσότερα δικαστήρια ο αριθμός των υποθέσεων είναι υπέρμετρα μεγάλος σε σχέση με τον αριθμό των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων. Αν υπολογισθεί και ο αριθμός των ημερών που οι δικαστές είναι απασχολημένοι στην έδρα, δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως πρέπει να συντάσσει καθένας τους τουλάχιστον μία ή συνήθως δύο αποφάσεις την ημέρα, για να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στην υποχρέωση έγκαιρης εκδόσεως της αποφάσεως. Εδώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα πραγματικά και νομικά ζητήματα δεν είναι όμοια, ενώ η αντιδικία μπορεί να επιλυθεί με βάση κανόνες διάφορων κλάδων του δικαίου. Ένα αίτιο της καθυστερήσεως, λοιπόν, ο μικρός αριθμός των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων.
- Οι δικαστές που υπόκεινται σε κρίση (δηλαδή έως και το βαθμό του εφέτη) πρέπει να παραπέμπουν σε βιβλιογραφία και νομολογία (ιδίως του Αρείου Πάγου) διεξοδικά, μέσα δε στην απόφασή τους να περιλαμβάνουν και σκέψεις που δείχνουν κατάρτιση και ευρυμάθεια. Και αυτό διότι μόνο έτσι η κρίση του επιθεωρητή δικαστή θα είναι (ιδιαίτερα) ευνοϊκή. Δεν μπορεί να γνωρίζω, αν κάθε επιθεωρητής έχει αυτά τα κριτήρια πραγματικά, πάντως είναι βέβαιο πως αυτή η εντύπωση είναι διάχυτη. Έτσι διαβάζει κανείς αποφάσεις που από την πλευρά των παραπομπών σε βιβλιογραφία και νομολογία, αλλά και από το πλήθος των λεγόμενων οbiter dicta μοιάζουν με μεταπτυχιακές ή και διδακτορικές διατριβές.
Εξάλλου, το ακολουθούμενο τυπικό είναι τέτοιο, ώστε να πολλαπλασιάζονται οι σελίδες της αποφάσεως, είτε με αναφορά εξαντλητική στο περιεχόμενο της αγωγής ή της εφέσεως ή της αναιρέσεως είτε με εξαντλητική αιτιολογία, ενώ η σύντομη παράθεση των στοιχείων αυτών θα ήταν αρκετή για την θεμελίωση της ορθότητας της κρίσεως. Και στο σημείο αυτό προφανής είναι η επίδραση του άγχους για την κρίση του επιθεωρητή δικαστή.
Και όλα αυτά μέσα σε ένα κυκεώνα νομοθετημάτων και συνεχών αλλαγών τους.
- Ανάλογα μπορεί να παρατηρήσει κανένας και για τα υποβαλλόμενα στο δικαστήριο δικόγραφα και τα συνοδεύοντα αυτά στοιχεία.
Πολλές φορές τα δικόγραφα είναι αδικαιολόγητα εκτενή, αρκετά από τα προσκομιζόμενα στοιχεία ελάχιστα πραγματικά ή ασήμαντα, με αποτέλεσμα και ο φάκελος της υποθέσεως να καθίσταται ογκώδης και η απασχόληση του δικαστή να επιβαρύνεται.
Και αυτό όχι βέβαια από άγνοια ή από σαδιστική διάθεση, αλλά από το άγχος μήπως παραλειφθεί κάτι και μήπως ο διάδικος διαμαρτύρεται για αδιαφορία και αμέλεια του δικηγόρου.
- Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν:
- Η λεγόμενη δικομανία των συμπατριωτών μας, που μπορεί ενδεχομένως πολλές φορές να είναι δικαιολογημένη, ενώ άλλες φορές οι διάδικοι θεωρούν την όποια συμβιβαστική υπόδειξη του δικηγόρου ως κακή συμβουλή ή την μελέτη οποιουδήποτε φακέλου ως μη άξια αμοιβής απασχόληση, αφού δεν οδήγησε στην άσκηση αγωγής ή ένδικου μέσου κατά αποφάσεως.
- Η σημαντική αύξηση του αριθμού των δικηγόρων – με συνέπεια, την αναζήτηση (ή ακόμη και δημιουργία) δικηγορικής ύλης.
- Τέλος – και κυρίως – την τακτική των δικηγόρων του Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ΔΕΚΟ και Τραπεζών ή ασφαλιστικών εταιρών να άγουν σε δικαστική κρίση (και μάλιστα έως το Ακυρωτικό Δικαστήριο) σειρά υποθέσεων, οι οποίες θα μπορούσε να λυθούν συμβιβαστικά – και βέβαια εξωδικαστικά.
- Οι λόγοι για την τακτική αυτή είναι διάφοροι και ανεξάρτητοι από δικομανία ή αναζήτηση δικηγορικής ύλης. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθούν:
– Ευθυνοφοβία, ιδίως για τους δικηγόρους του δημόσιου τομέα – μετά μάλιστα και τις διώξεις νομικών συμβούλων του Κράτους για παράβαση καθήκοντος κλπ.
– Ευθυνοφοβία μπορεί να υπάρχει και στις περιπτώσεις Τραπεζών και ασφαλιστικών εταιριών. Πολλές φορές εδώ μεταξύ των προϊσταμένων επικρατεί η σκέψη: Καλύτερα η λύση που εμείς θεωρούμε λογική και συμφέρουσα να στηρίζεται σε δικαστική απόφαση, για να μην έχουμε τον κίνδυνο κατηγορίας για μη χρηστή διαχείριση.
– Καθαρά οικονομικά κριτήρια. Εδώ επικρατεί η σκέψη, ότι οικονομικά επωφελέστερη είναι η εκμετάλλευση των χρημάτων που συμβιβαστικά θα πρέπει να καταβληθούν από την μελλοντική επιβάρυνση με τόκους.
- Έτσι και από την πλευρά των δικηγόρων επιβαρύνεται σημαντικά το έργο των δικαστών. Βέβαια, σε μεγάλο βαθμό η επιβάρυνση αυτή εξισορροπείται με τη βοήθεια που παρέχεται στον δικαστή από τον δικηγόρο με την ανάλυση της υποθέσεως στο εισαγωγικό δικόγραφο και στις προτάσεις και με τις παραπομπές σε βιβλιογραφία και νομολογία.
- Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν οι, δικαιολογημένες από την έλλειψη προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής, καθυστερήσεις που προκαλούνται κατά την καθαρογραφή και δημοσίευση των αποφάσεων.
ΙΙΙ. Τα εξωγενή αίτια
Σημαντικότερη όμως για την καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης είναι η δράση –και ιδίως η αδράνεια– των εξωγενών παραγόντων – της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας. Ειδικότερα:
- Επανειλημμένα αναφέρεται η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και υλικοτεχνικής υποδομής. Όλοι γνωρίζουμε την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στα δικαστήρια ιδίως των μεγάλων πόλεων – ακόμη και σ’ αυτά που είναι νεόδμητα. Και να αναλογισθεί κανένας πως εδώ δρα η τρίτη –η δικαστική– εξουσία. Καμιά σύγκριση με το Κοινοβούλιο και τα Υπουργεία. Αναλογίζεται κανένας, μήπως αυτό που ειρωνικά, αλλά ανυπόστατα λέγεται για τη Δικονομία ισχύει πραγματικά και κυριολεκτικά για τη Δικαιοσύνη: Μήπως θεωρείται «θεραπαινίς» των άλλων δύο εξουσιών;
- Βέβαια, συνεχώς προβάλλεται το επιχείρημα πως δεν υπάρχουν χρήματα. Και αυτό όχι τώρα, αλλά πάντοτε. Δεν θα αναφερθώ εδώ στα έσοδα υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ, για να μην θεωρηθεί η Δικαιοσύνη ως παραγωγός και εισπράκτορας εσόδων. Θα αναφερθώ στις λεγόμενες ανεξάρτητες αρχές, που δυστυχώς φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Και πολυτελείς εγκαταστάσεις έχουν και υπερεπαρκές προσωπικό. Θα περιορισθώ μόνο σε τρεις:
– Στον Συνήγορο του Καταναλωτή.
– Στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.
– Στο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο.
(α) Ο Συνήγορος του Καταναλωτή λειτουργεί ως Ανεξάρτητη Αρχή παράλληλα προς τον Γενικό Γραμματέα Καταναλωτή. Έχουν και οι δύο αρχές ευπρεπείς εγκαταστάσεις και ικανότατο αριθμό προσωπικού. Νομίζω πως (αντί να φροντίζουν για τον καταναλωτή ή) παράλληλα προς τη φροντίδα για τον καταναλωτή φροντίζουν και για την αύξηση του έργου των δικαστηρίων. Ένα παράδειγμα: Προ ετών διάβασα στο ΝοΒ Εισήγηση – Πόρισμα του Συνηγόρου του Καταναλωτή που γράφηκε μάλιστα με τη βοήθεια επιστημονικών συνεργατών: Είχε διαμαρτυρηθεί ασφαλισμένος σε ασφαλιστική εταιρία. Ο Συνήγορος κάλεσε τα δύο μέρη και στο Πόρισμά του – εκτενέστατο – καταλήγει, ότι συμβούλευσε τα μέρη να προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια για να λύσουν τις διαφορές τους.
Και διερωτήθηκα – και φαντάζομαι θα αναρωτιέται καθένας. Χρειαζόμαστε την πολυτέλεια της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Καταναλωτή, για να συμβουλεύσει τους αντιδίκους να προσφύγουν στα δικαστήρια;
(β) Η Ανεξάρτητη Αρχή για τη Διασφάλιση του Απορρήτου των Επικοινωνιών είχε δηλώσει διά του Προέδρου της στον ομιλούντα, κατά τη διεξαγωγή ακροάσεως ενώπιόν της, ότι έχουν ερευνήσει εξονυχιστικά όλους τους παρόχους τηλεπικοινωνιών και πέτυχαν διασφάλιση του απορρήτου. Λίγους μήνες μετά είχαμε το σκάνδαλο των υποκλοπών των επικοινωνιών και του ίδιου του Πρωθυπουργού. Σε άλλη ακρόαση, όταν επεσήμανα στον ίδιο Πρόεδρο την αρχική του δήλωση και την διάψευσή της, έλαβα την απάντηση πως θα επιβάλουν πρόστιμο. Ας σημειωθεί πως και στην περίπτωση του προστίμου αυτού πάλι επιβαρύνθηκε η Δικαιοσύνη, αφού έγινε προσφυγή στο ΣτΕ.
(γ) Το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο αποτελεί άλλη, κατά την έκφραση του συρμού, «πονεμένη» ιστορία. Ερευνά, εξετάζει, συνεδριάζει, επιβάλλει πρόστιμα και απλώς επιβαρύνει το έργο του ΣτΕ.
- Αν τα δαπανώμενα για τις Αρχές αυτές χρήματα χρησιμοποιούνταν για την αύξηση του προσωπικού και την υλικοτεχνική υποδομή των δικαστηρίων, σε πολύ μεγάλο βαθμό θα είχε αντιμετωπισθεί το καίριο πρόβλημα αυτό. [Περιττό να αναφέρω, ότι θα μπορούσαν οι βιβλιοθήκες των δικαστηρίων να εμπλουτίζονται κάθε χρόνο με τα δωρεάν διανεμόμενα στους φοιτητές της Νομικής συγγράμματα].
- Αν όμως η δράση της εκτελεστικής εξουσίας ασκεί αρνητικά δυσμενή επίδραση στη Δικαιοσύνη και στο πρόβλημα της ταχείας απονομής της, η δράση της νομοθετικής εξουσίας ασκεί θετικά δυσμενή επίδραση. Ειδικότερα:
(α) Είχαμε επιτύχει να αποκτήσουμε τους βασικούς κώδικες. Αρχικά τον ΑΚ, αργότερα τον ΠοινΚ και τον ΚΠοινΔ και τελευταία τον ΚΠολΔ. Αξιοσημείωτο πως ο ποιητής στο «’Αξιόν εστι» σεμνύεται για τον Αστικό μας Κώδικα.
Όλοι, δικαστές και δικηγόροι, είχαμε προσαρμοσθεί στο δίκαιο των Κωδίκων αυτών, που αποτελούσαν εγγύηση για την ασφάλεια δικαίου. Εμφανίσθηκε όμως την τελευταία 30ετία μία τάση των διάφορων Υπουργών Δικαιοσύνης, με τη συμπαράσταση ή και την προτροπή Καθηγητών της Νομικής, Δικαστών και Δικηγόρων, για επανειλημμένες τροποποιήσεις των Κωδίκων αυτών. Σε αρκετές, μάλιστα, περιπτώσεις χωρίς οι τροποποιήσεις αυτές να εντάσσονται στη δομή, το γλωσσικό ιδίωμα και το σύστημα ακόμη του Κώδικα. Μερικές φορές, έχει κανείς την εντύπωση πως η τροποποίηση αποτελεί νόμο – φωτογραφία. Δύο παραδείγματα από τον ΑΚ:
- Κατά την τροποποίηση με το ν. 1329/1983 καταργήθηκε η νομιμοποίηση και εξοβελίστηκε ο όρος εξώγαμο και γνήσιο τέκνο. Όμως στο άρθρο 508 του ΑΚ ρητά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ο όρος γνήσιο τέκνο και να είναι γνωστός ο (ανύπαρκτος πλέον) θεσμός της νομιμοποιήσεως.
- Με το ν. 2447/1996 επιτράπηκε η υιοθεσία ενηλίκου μόνο αν ήταν τέκνο του άλλου συζύγου. Τονιζόταν δε, ότι η ρύθμιση αυτή απέβλεπε στην αποτροπή του φαινομένου να γίνεται υιοθεσία συγγενών για να αποφύγουν οι υιοθετούμενοι τη στρατιωτική θητεία ως προστάτες οικογένειας. Όμως το 2001 τροποποιήθηκε το άρθρο 1579 ΑΚ και προβλέφθηκε δυνατότητα υιοθεσίας ενήλικων συγγενών (αυτό που η επιτροπή του ν. 2447/1996 διατυμπάνιζε πως ήθελε να αποτρέψει).
(β) Μεγαλύτερο «θύμα» των τροποποιήσεων είναι ο ΚΠολΔ. Τροποποιείται πρόσφατα με το ν. 3904, και πάλι με το ν. 4055 και πάλι με το ν. 4072 και πάλι μόλις τέλος Αυγούστου ορίζεται αναβολή εφαρμογής ορισμένων τροποποιήσεων έως το Μάρτιο του 2013 κ.ο.κ.
(γ) Αν σ’ αυτά προστεθούν σχοινοτενείς διατάξεις δήθεν προσαρμογής προς το δίκαιο της Ε.Ε., μπορεί κανένας να διερωτηθεί αν ο όποιος Έλληνας νομοθέτης έχει συναίσθηση της ανασφάλειας δικαίου που δημιουργεί και της επιβραδύνσεως της απονομής της Δικαιοσύνης που προκαλεί.
Επί τέλους, πότε και πώς θα ενημερωθούν οι δικαστές και οι δικηγόροι για το εκάστοτε ισχύον δίκαιο; Ή νομίζουν οι νομοθέτες μας πως έχουμε το χρόνο ή την όρεξη ή τις τεχνικές γνώσεις να παρακολουθούμε κάθε μέρα την ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Βουλής για να γνωρίζουμε ποια νομοθετική μεταρρύθμιση (βόμβα ή νάρκη) ετοιμάζουν;
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα από τον τελευταίο ν. 4322/2015 (και μάλιστα με Υπουργό Δικαιοσύνης Καθηγητή του Ποινικού Δικαίου):
Ο νόμος αυτός διαιρείται σε Κεφάλαια:
- Το πρώτο Κεφάλαιο δεν έχει τίτλο.
- Το δεύτερο Κεφάλαιο έχει τον τίτλο: «Τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα».
- Το τρίτο Κεφάλαιο έχει τον τίτλο: «Τροποποιήσεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας».
- Το τέταρτο Κεφάλαιο δεν έχει τίτλο.
- Το πέμπτο Κεφάλαιο έχει τον τίτλο: «Λοιπές διατάξεις».
Ο νομικός (δικαστής ή δικηγόρος) και ο τυχόν ενδιαφερόμενος πολίτης πληροφορείται κατά «πανηγυρικό» τρόπο ότι τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα περιέχονται στο δεύτερο και τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στο τρίτο Κεφάλαιο και λογικά πρέπει να είναι βέβαιος ότι έχει ενημερωθεί για τις τροποποιήσεις των δύο αυτών Κωδίκων.
Όμως «πλανάται πλάνην οικτράν». Διότι στα άρθρα 18, 19 και 20 του πέμπτου Κεφαλαίου περιέχονται και άλλες τροποποιήσεις των Κωδίκων αυτών.
Πώς ο τάλας δικαστής ή δικηγόρος θα αποφύγει την «βόμβα» (ή «νάρκη») αυτή;
- Αν πραγματικά οι εκάστοτε Υπουργοί Δικαιοσύνης θέλουν να συμβάλουν στην επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, πρέπει να φροντίσουν ώστε με νομοθετική παρέμβαση να λυθούν διάφορα αμφισβητούμενα (επουσιώδη μεν, αλλά προκαλούντα νομικό «πονοκέφαλο») ζητήματα. Π.χ. αρμοδιότητες αποκλειστικές και συντρέχουσες, δικαιοδοσία πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, όπως έγινε για τις αυτοκινητικές διαφορές, άρση όλων των ασαφειών ιδίως σε πρόσφατα νομοθετήματα.
Είναι ορισμένα μόνο από τα ζητήματα στα οποία η νομοθετική παρέμβαση θα βοηθούσε στην επιτάχυνση της απονομής Δικαιοσύνης.
ΙV. Συνοψίζοντας τα ανωτέρω, στα οποία βέβαια θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλα, σκόπιμα και απαραίτητα για την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης είναι τα ακόλουθα:
– Αύξηση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων.
– Δημιουργία σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής.
– Παύση νομοθετικών πειραματισμών και κατακρεούργηση των Κωδίκων μας.
– Νομοθετική παρέμβαση για επίλυση αμφισβητούμενων θεμάτων, τα οποία χρονίζουν και δεν έχουν καμία σχέση με το πραγματικό δίκαιο και την ιδέα της Δικαιοσύνης.
* Ομότιμος καθηγητής Νομικής Σχολής Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.