Translate

Real time visitors

Συνολικές προβολές σελίδας

12/25/2021

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ Ανθή Λινάρδου

 Ανθή Λινάρδου

Ο 8χρονος Μανώλης και οι πεντάχρονες δίδυμες Ευανθία και Παρασκευή έχουν χωθεί κάτω από τα παπλώματά τους. Η μαμά τους τα έχει καληνυχτίσει κι έχει καθίσει στον καναπέ του σαλονιού της. Δεν μπορεί να περπατήσει καλά γιατί έχει σπάσει το πόδι της πέφτοντας από τη σκάλα (!). Η Ανθή Λινάρδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά και μετακόμισε όταν πέρασε στο ΤΕΙ Μηχανολογίας Κοζάνης. Εκεί γνώρισε τον Τάσο. Ερωτεύτηκαν, έγιναν ζευγάρι, παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία παιδιά.

Η ζωή τους στην αρχή κυλούσε όμορφα όμως τα προβλήματα δεν άργησαν να εμφανιστούν. Η Ανθή δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με την οικογένεια του Τάσου Τσιουχάρα. Είναι Σάββατο 9 Ιανουαρίου του 2016 όταν ο Τάσος επιστρέφει στο σπίτι. Οι δυο τους έχουν συζητήσει ξανά και η Ανθή έχει εκφράσει την επιθυμία της να φύγει από την Κοζάνη, μαζί με τα παιδιά τους. Από τις 08:00 το πρωί της επόμενης ο άντρας της τηλεφωνηθεί στη μητέρα της Ανθής για να της πει ότι η κόρη της έχει εξαφανιστεί. Ειδοποιεί την αστυνομία και γυρνά στο χωριό λέγοντας πως η Ανθή το περασμένο βράδυ πήγε για ποτό με μία φίλη της αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι τους.

Όλα τα προσωπικά της αντικείμενα βρίσκονται στο σπίτι. Ακόμα και οι πατερίτσες και τα γυαλιά της μυωπίας. Ο πεθερός της δηλώνει ότι δεν πιστεύει ότι της έχει συμβεί κακό. «Δεν έχει δώσει σημεία ζωής, όμως πιστεύω ότι δεν της έχει συμβεί κάτι. Έχω την εντύπωση ότι έφυγε με κάποιον. Ήταν συνεννοημένο το πράγμα. Έφυγε με σπασμένο το πόδι, δεν μπορούσε να φύγει μόνη της. Δεν πήρε τίποτα μαζί της ούτε άφησε κάποιο σημείωμα. Δεν της άρεσε η ζωή εδώ και πιστεύω ότι έφυγε». Μία φίλη της με την οποία έκανε παρέα, είπε ότι μίλησε μαζί της το πρωί του Σαββάτου, στο κινητό ενώ στη συνέχεια, μίλησαν ξανά μετά το μεσημέρι, περίπου στις 16:00.

«Ήταν λίγο απογοητευμένη γενικώς η Ανθή. Δεν ήταν στα πολύ καλά της αλλά έκανε σχέδια για το μέλλον. Έκανε αναβάθμιση το πτυχίο της, έκανε ταυτόχρονα ιταλικά, ονειρευόταν να βγει κάποια προκήρυξη και να μπει σε κάποια υπηρεσία. Να σταθεί στα πόδια της και να φτιάξει την Ανθή που είχε. Η Ανθή σκεφτόταν να επιστρέψει στον Πειραιά. Επειδή όμως δεν είχε δουλειά, μου έλεγε: ”Πού να πάω με τρία παιδιά”; Το σκεφτόταν. Πολύ». Ο Τσιουχάρας παραμένει φοβερά ψύχραιμος καθ’ όλη τη διάρκεια των ερευνών. Η δεύτερη κατάθεση που δίνει διαρκεί 19 ώρες. Δεν λυγίζει αλλά πέφτει σε αντιφάσεις.

Στις 13 Ιανουαρίου 2016 οι αστυνομικοί εντοπίζουν το χέρι της Ανθής θαμμένο σε ένα χωράφι ιδιοκτησίας του συζύγου της. Τη στιγμή που του περνούν χειροπέδες ψελλίζει «την έπνιξα». Η γυναίκα βρέθηκε στον λάκκο σχεδόν ημίγυμνη θαμμένη με τον νάρθηκα στο πόδι της, ενώ από το άλλο πόδι έλειπε το παπούτσι. Από την ιατροδικαστική έκθεση, προέκυψε πως ο δράστης πρώτα χτύπησε και μετά την έπνιξε καθώς έφερε κάταγμα στο κρανίο και εκχυμώσεις γύρω από τα μάτια πιθανότατα λόγω χτυπημάτων. Ο θάνατός της ήταν αποτέλεσμα πνιγμού. Κατά την απολογία του θα περιγράψει όλα όσα συνέβησαν το μοιραίο βράδυ.

«Στις 9 το βράδυ του Σαββάτου βρισκόμουν στο σπίτι μαζί με τη γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά. Αφού έβαλε τα παιδιά για ύπνο, τη ρώτησα αν ήθελε να φάει κρέπα και αφού μου απάντησε θετικά, προσφέρθηκα να πάω να της αγοράσω. Αφού την έφαγε πήγα στην κρεβατοκάμαρα όπου καθόταν μόνη της και γύρω στις 10 έκατσα μαζί της για να μιλήσουμε. Η συζήτηση αφορούσε στην απόφαση της Ανθής να χωρίσουμε και να πάρει τα παιδιά μας να φύγει σε άλλο μέρος όπου θα έβρισκε δουλειά.

Μία προμελετημένη γυναικοκτονία. Αυτή την απόφαση την είχε πάρει εδώ και μερικούς μήνες και μου την είχε ανακοινώσει και σε προγενέστερο χρόνο. Κάποια στιγμή και ενώ είχαμε έντονο διάλογο σε έντονο ύφος η Ανθή μού ανέφερε ότι δεν περνούσε καλά στο χωριό και ότι ήθελε να φύγει και ένας από τους λόγους ήταν η κακή σχέση που είχε με τη μητέρα μου. Της έλεγα ότι η μητέρα μου δεν την ενοχλεί και δεν έρχεται στο σπίτι μας απρόσκλητη και αυτή απαντούσε ότι της έκανε πόλεμο νεύρων και δεν της μιλούσε.

Ενώ μιλούσα ήρεμα και προσπαθούσα να τη μεταπείσω, αυτή, όντας πολύ νευριασμένη, μου είπε “Αντε γ…. και εσύ και η μάνα σου”. Το μυαλό μου γύρισε. Βγήκα εκτός εαυτού και την έπιασα από τον λαιμό. Αυτή άρχισε να φωνάζει και να προσπαθεί να αμυνθεί χτυπώντας με και γρατζουνώντας με στο πρόσωπο. Εγώ προκειμένου να μην ακούσουν τα παιδιά που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο τι γινόταν και στην προσπάθειά μου να την κάνω να σωπάσει της έκλεισα και το στόμα, ενώ ταυτόχρονα της έσφιγγα τον λαιμό και τη χτυπούσα με μπουνιές στο πρόσωπο.

Η Ανθή αντιστεκόταν για πέντε με δέκα λεπτά μέχρι που πέθανε. Κατά τη διάρκεια της πάλης μας, μάτωσε η μύτη της, με αποτέλεσμα να λερωθούν τα σεντόνια. Μόλις κατάλαβα ότι η Ανθή πέθανε, πήγα αμέσως να δω αν είχαν ξυπνήσει τα παιδιά από τη φασαρία. Δεν είχαν καταλάβει τίποτα και κοιμόντουσαν. Τότε, πήρα το σώμα της με τα ρούχα που φορούσε -και συγκεκριμένα ένα γκρι κολάν και ένα ροζ μπλουζάκι- και το μετέφερα από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού μας στο υπόγειο γκαράζ.

Το έβαλα στο αγροτικό, στη θέση του συνοδηγού, με τρόπο ώστε να μη φαίνεται από το παράθυρο. Τη σκέπασα με ένα μπουφάν που είχα στο υπόγειο και αποφάσισα προκειμένου να μη τη βρει κανείς να τη θάψω σε ένα από τα χωράφια μου. Έτσι λοιπόν τη μετέφερα στο χωράφι μου στην τοποθεσία Ισκιώματα, όπου ήδη υπήρχε ένα σημείο που ήταν σκαμμένο από παλιά, καθώς είχα σκοπό να απομακρύνω μια τεράστια πέτρα η οποία βρισκόταν μέσα στο χώμα.

Την έριξα στο σημείο γύρω από την πέτρα που ήταν πιο βαθύ και με ένα φτυάρι που είχα πάρει μαζί μου από το σπίτι την κάλυψα πρόχειρα, ώστε να μη φαίνεται, με χώμα. Γύρισα στο σπίτι και έψαξα στην κρεβατοκάμαρα να δω τι ίχνη υπήρχαν και πώς θα μπορούσα να τα απομακρύνω. Το μόνο που υπήρχε ήταν τα αίματα στα σεντόνια και την παπλωματοθήκη. Αμέσως τα πήρα και τα έκαψα στον ξυλολέβητα που βρίσκεται στο υπόγειο του σπιτιού. Η ώρα κόντευε 24:00. Και τότε άρχισα να συνειδητοποιώ τι είχα κάνει, να στεναχωριέμαι, να αγχώνομαι πάρα πολύ και παράλληλα να σκέφτομαι πώς δεν θα αποκαλύψει κανείς τι είχα κάνει ώστε να μπορέσω να συνεχίσω να μεγαλώνω εγώ τα παιδιά μου. Κάποια στιγμή κι ενώ είχα ήδη σκεφτεί την ιστορία που θα έλεγα σε όλους, ότι δηλαδή η Ανθή βγήκε έξω με την παρέα της και δεν γύρισε ποτέ, αποφάσισα να καλέσω στο κινητό της ώστε να φαίνεται ότι την αναζητούσα.

Έμεινα ξύπνιος ως το πρωί αφού από την υπερένταση και τις τύψεις δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το πρωί κατά τις 8 τηλεφώνησα στο 100 και δήλωσα την εξαφάνιση. Στη συνέχεια πήρα τηλέφωνο και τη μητέρα της, που ήταν στο Πέραμα, και της είπα την ιστορία που είχα σκεφτεί. Κατά τις 10:20 άρχισα να παίρνω και άλλους γνωστούς και φίλους ενημερώνοντάς τους για την εξαφάνιση και σκηνοθετώντας παράλληλα το σκηνικό που θα καταδείκνυε ότι την αναζητούσα. Σε αυτή την προσπάθεια γυρνούσα μέσα στο χωριό αλλά και σε διάφορα άλλα σημεία προσποιούμενος ότι την αναζητώ.

Πήρα το τρακτέρ μου, έζεψα το φρεζάκι και πήγα στο χωράφι που είχα θάψει την Ανθή για να το φρεζάρω. Το έκανα ώστε να φαίνεται σε όλη την επιφάνεια σκαμμένο και να μην ξεχωρίζει το σημείο που την είχα θάψει. Αφού τέλειωσα το φρεζάρισμα κατά τις 18:00, άφησα το τρακτέρ στην αποθήκη και επέστρεψα στο σπίτι. Στη συνέχεια έκατσα εκεί μέχρι που κοιμήθηκα».

Στις 20 Σεπτεμβρίου 2016 λίγο μετά τις 10:00 ξεκίνησε στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Καστοριάς η δίκη του Τάσου Τσιουχάρα, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας της συζύγου του, Ανθής Λινάρδου. «Με έβρισε. Δεν θυμάμαι από εκεί και πέρα τι με έπιασε. Θόλωσα, την έπιασα από τον λαιμό, στο ενδιάμεσο τη χτύπησα. Δεν είμαι σε θέση να θυμηθώ πώς. Και μετά κατάλαβα ότι δεν ανταποκρίνεται αλλά ήταν πλέον αργά. Προσπαθούσε να φωνάξει, αλλά δεν μπορούσε. Αυτό που μου προκάλεσε αυτή την αντίδραση ήταν το ότι μου επιτέθηκε εκείνη».

Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καστοριάς υιοθετώντας ομόφωνα την εισαγγελική πρόταση καταδίκασε χωρίς κανέναν ελαφρυντικό σε ισόβια κάθειρξη τον Τάσο Τσιουχάρα για τη δολοφονία της γυναίκας του Ανθής Λινάρδου στο Βελβεντό. Παράλληλα επέβαλε και την ποινή κάθειρξης ενός έτους για περιύβριση νεκρού. Η πρόταση των ενόρκων σε ό,τι αφορά την ενοχή του δράστη του στυγερού εγκλήματος ήταν ομόφωνη. Μία ακόμα γυναικοκτονία.

Σελίδες