Το 1998 η Βάσω είναι μόλις 3,5 ετών. Είναι η μοναδική αυτόπτης μάρτυρας της στυγερής δολοφονίας της μητέρας της. «Ο μπαμπάς άρχισε να τραβά από τα μαλλιά τη μαμά.
Εκείνη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Μετά την έβαλε στο κρεβάτι, της έβαλε στο πρόσωπο δύο μαξιλάρια και η μαμά κοιμήθηκε». Το αθώο μυαλό αυτού του παιδιού είχε καταγράψει κάθε λεπτομέρεια του βίαιου «παιχνιδιού» του μπαμπά της. Η μαμά της είχε κοιμηθεί.Η υπόθεση της Τάνιας Χαριτοπούλου θα συνταράξει την ελληνική κοινωνία. Η Αγγελική Νικολούλη θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη διαλεύκανση της δολοφονίας της Τάνιας και της σύλληψης του συζύγου της, Σπύρου Καββαδία. Ισόβια. Το πτώμα της Τάνιας δεν βρέθηκε ποτέ. «Και σε 200 χρόνια δεν θα τη βρουν» είπε τότε ο Καββαδίας στην αδερφή του, Κωνσταντίνα. Στην κατάθεση της γυναίκας στηρίχτηκε και το βασικότερο σκέλος του κατηγορητηρίου.
Η ίδια, πάντως, διευκρίνισε στη συνέχεια ότι ο αδελφός της ήταν εκνευρισμένος και εννοούσε ότι η σύντροφός του έφυγε και δεν θα ξαναγύριζε. «Η Τάνια χάθηκε, εξαφανίστηκε. Δεν την σκότωσα, κάπου είναι…» επέμενε. Καθώς η ιστορία εξελισσόταν γινόταν ολοένα και πιο ανατριχιαστική. Ο Καββαδίας δεν σχετιζόταν μόνο με τη δολοφονία της κατά 15 χρόνια νεότερης συντρόφου του αλλά και με εκείνη της 26χρονης Νικόλ Κίρχνερ το 1992 στην Ελβετία.
«Δεν την έθαψε την κόρη μου. Την κομμάτιασε και την πέταξε στα σκουπίδια. Στη φυλακή να σαπίσει, όπως έκανε με την Τάνια μου. Να μην βγει ποτέ από εκεί. Τώρα που τον έπιασαν, ας πεθάνω πια», είχε πει η μητέρας της αδικοχαμένης Τάνιας στο Φως στο Τούνελ για τη γυναικοκτονία. Γείτονες του ζευγαριού στην Πολίχνη κατέθεσαν ότι το μοιραίο βράδυ άκουσαν τις φωνές της 27χρονης γυναίκας και την επόμενη ημέρα είδαν τον Καββαδία να φεύγει κουβαλώντας στο αυτοκίνητό του μεγάλες σακούλες.
«Τσακωθήκαμε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της από το σπίτι, για να φύγει με κάποιον άνδρα που γνώρισε», επέμενε ο ίδιος. Η Αγγελική Νικολούλη βρέθηκε στο σπίτι του ζευγαριού στη Θεσσαλονίκη και εντόπισε κηλίδες αίματος στην μπανιέρα, στα πλακάκια στη λεκάνη, οι οποίες δεν είχαν εντοπιστεί από τη Σήμανση.
Η δίκη του για τη δολοφονία της Τάνιας Χαριτοπούλου άρχισε τον Μάρτιο του 2000 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Έδεσσας. Έπειτα από πολλές αντεγκλήσεις, ενστάσεις και διακοπές το τέλος της βρήκε τον κατηγορούμενο αθώο, χάρη στις ψήφους των τεσσάρων ενόρκων, που δεν πείστηκαν για την ενοχή του.
Ωστόσο ο εισαγγελέας εφετών Θεσσαλονίκης Ευάγγελος Κατσής άσκησε έφεση κατά της απόφασης, με το σκεπτικό ότι κατά την ακροαματική διαδικασία λανθασμένα οι ένορκοι τον έκριναν αθώο, σε αντίθεση με τους τακτικούς δικαστές, που ψήφισαν την ενοχή του χωρίς ελαφρυντικά και τον εισαγγελέα της έδρας, Βασίλη Χαλτούπη, ο οποίος έκανε λόγο για έναν «καθ’ έξιν φονιά».
Έτσι η υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό το Νοέμβριο του 2002 στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπου και πάλι ο Σπύρος Καββαδίας απειλήθηκε με λιντσάρισμα από την οικογένεια της Τάνιας. Αυτή τη φορά η ετυμηγορία ήταν εντελώς διαφορετική. Το δικαστήριο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.
Μετά από 22 χρόνια στη φυλακή ο Σπύρος Καββαδίας από τον Μάη του 2020 είναι ελεύθερος. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, ύστερα από τέσσερις απορριπτικές αποφάσεις, έκρινε ότι μπορούσε να αφεθεί ελεύθερος με τους όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισής του στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του.
Χαμόγελα που έσβησαν για πάντα. Γυναίκες που υπέφεραν γιατί πίστεψαν πως τις αγάπησα