Γουανέτα Χόιτ: Σκότωσε τα 5 βρέφη της, συνελήφθη 20 χρόνια μετά τη δολοφονία του τελευταίου παιδιού της, όταν διαγνώστηκε από το Σύνδρομο Μινχάουζεν.
Η Γουανέτα είχε εγκαταλείψει το Λύκειο για να παντρευτεί. Από κοριτσάκι άκουγε τη μητέρα της να λέει ότι αυτός ήταν ο προορισμός της γυναίκας και τη δεκαετία του ‘60 ο γάμος σε μικρή ηλικία για τις κοπέλες στις ΗΠΑ δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο. Από τη στιγμή που η Γουανέτα άρχισε να βγαίνει με τον αγαπημένο της Τιμ, είχε κυριολεκτικά κολλήσει πάνω του, έπρεπε να είναι το κέντρο της προσοχής του. Προσποιήθηκε εγκυμοσύνη, παράτησε το Λύκειο και τον παντρεύτηκε τον Ιανουάριο του 1964. Οι δυο τους πήγαν να ζήσουν με την οικογένεια του Τιμ, η οποία θεώρησε από την αρχή την Χουανίτα «περίεργη» -παρατήρησε ότι φορούσε συχνά ρούχα εγκυμοσύνης, ακόμη και όταν δεν ήταν έγκυος.
Η Γουανέτα δεν είχε καμία επιθυμία για δική της καριέρα, ήθελε μόνο να είναι νοικοκυρά, κάτι απολύτως φυσιολογικό για ένα κορίτσι τη δεκαετία του 1960. Ωστόσο, δεν ήθελε να πάει και ο Τιμ για δουλειά και να την αφήσει μόνη της, τον παρακαλούσε και τον ξεγελούσε με ψέματα για να μην πάει. Κι όταν πήγαινε, τον καλούσε επανειλημμένα ζητώντας τη βοήθειά του σε διάφορες κρίσεις που πάθαινε, σχετικές με την υγεία της.
Τον πρώτο παιδί τους, ένα υγιέστατο αγοράκι, πέθανε ξαφνικά στην κούνια του σε ηλικία τριών μηνών. Ο θάνατος αποδόθηκε σε βρεφική άπνοια, φίλοι και συγγενείς συμπαραστάθηκαν στο ζευγάρι στη διάρκεια του πένθους τους και κανείς δε μπορούσε να υποψιαστεί ότι το βρέφος είχε δολοφονηθεί από τη μητέρα του. Η Γουανέτα, όταν ήταν μόνη στο σπίτι, μη μπορώντας να υπομείνει το επίμονο κλάμα του μωρού, πήρε ένα μαξιλάρι, το κράτησε πάνω στο πρόσωπό του και του προκάλεσε ασφυξία. Ήταν εύκολο και δεν είχε αφήσει ίχνη.
Τρία χρόνια αργότερα, μέσα σε 2 εβδομάδες, πέθαναν τα επόμενα 2 παιδιά της. Η κόρη της που ήταν 6 εβδομάδων και ο 2 ετών γιος της. Ενώ τα παιδιά φαίνονταν υγιή, η κόρη είχε πνιγεί πίνοντας γάλα με δημητριακά από ένα μπουκάλι -σύμφωνα με όσα είπε η Χουανίτα- και ο γιος από επινεφριδιακή ανεπάρκεια, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση. Αλλά και αυτά τα παιδιά ήταν θύματα της μητέρας δολοφόνου. Η Γουανέτα ήταν μια ψυχρή μητέρα που δεν κρατούσε ποτέ τα μωρά στην αγκαλιά της, όμως αυτή η ψυχρότητα δεν είχε γίνει αντιληπτή.
Σχετικα
Ανδραβίδα: Αναζητείται ο δράστης της τετραπλής δολοφονίας
Ανδραβίδα: Αναζητείται ο δράστης της τετραπλής δολοφονίας
Τον Απρίλιο του ‘70, η Γουανέτα και ο Τιμ πήγαν το τέταρτο παιδί τους, τη Μόλι που ήταν 3 εβδομάδων, στην πρωτοποριακή Κλινική Βρεφικού Ύπνου, όπου ο δρ. Στάινσνάιντερ μελετούσε το Σύνδρομο Αιφνίδιου Βρεφικού Θανάτου (SIDS) που πίστευε ότι οφειλόταν σε υπνική άπνοια από άγνωστο γενετικό παράγοντα.
Αλλά για τον Στάινσνάιντερ οι συνθήκες γύρω από τον θάνατο κάθε παιδιού ήταν άσχετες. Τα μωρά είχαν σταματήσει να αναπνέουν απροσδόκητα, οπότε ο θάνατός τους οφειλόταν, κατά την άποψή του, σε SIDS. Θεώρησε ότι η μελέτη της Μόλι θα παρείχε τις πληροφορίες που χρειαζόταν για να αποδείξει τη θεωρία του ότι το SIDS προκλήθηκε από άπνοια. Αυτή ήταν μια θεωρία που αγνοήθηκε από τους περισσότερους παιδιατρικούς ερευνητές.
Αμέσως έβαλε τη Μόλι στην κλινική και την παρακολουθούσε όλο το εικοσιτετράωρο. Ωστόσο, το μόνιτορ ύπνου στο οποίο ήταν συνδεδεμένη ήταν ένα ογκώδες μηχάνημα που συχνά τα καλώδια αποσυνδέονταν και ηχούσαν ψευδείς συναγερμοί. Οι νοσοκόμες, που σημείωναν κάθε λεπτομέρεια γύρω από τη συμπεριφορά της Μόλι, το γνώριζαν αυτό και κατέγραφαν ως ψευδείς τους συναγερμούς. Ο Στάινσνάιντερ, ωστόσο, κατέγραφε ως αληθινούς αυτούς τους ψευδείς συναγερμούς και πρόσθετε μερικά εντελώς κατασκευασμένα επεισόδια άπνοιας στις σημειώσεις του.
Αν και η Μόλι φαινόταν να τα πηγαίνει καλά, οι νοσοκόμες παρατήρησαν κάτι περίεργο στη μητέρα. Σημείωσαν ότι η Γουανέτα δεν έπαιρνε ποτέ τη Μόλι στην αγκαλιά της, παρά μόνο αν της το ζητούσαν. Ακόμη και τότε, κρατούσε το μωρό σε απόσταση από το σώμα της και δεν έδειχνε στοργή. Πολλοί το απέδωσαν στη θλίψη. Είχε βιώσει τον θάνατο των τριών προηγούμενων παιδιών της, και όπως έκριναν οι νοσοκόμες, με αυτόν τον τρόπο νόμιζε ότι προστάτευε τον εαυτό της από περισσότερη θλίψη σε περίπτωση που πέθαινε και η Μόλι.
Αλλά υπήρχε κάτι ακόμη πιο περίεργο στη συμπεριφορά της. Όταν ο Τιμ ερχόταν στην κλινική, ο Γουανέτα φαινόταν να ζηλεύει την προσοχή που έδειχνε στη Μόλι. Αν ο Τιμ κρατούσε το μωρό, η Γουανέτα καθόταν κοντά του και του χάιδευε τον μηρό ή μετακινούσε το μωρό και καθόταν στην αγκαλιά του. Τρεις εβδομάδες αφότου η Μόλι εισήχθη στην κλινική, χωρίς πραγματικά στοιχεία υπνικής άπνοιας, στάλθηκε στο σπίτι με συσκευή παρακολούθησης της αναπνοής. Ήταν το πρώτο βρέφος στις ΗΠΑ που χρησιμοποίησε μόνιτορ αναπνοής στο σπίτι.
Δύο μέρες αργότερα, η Γουανέτα τηλεφώνησε στην κλινική του Στάινσνάιντερ λέγοντας ότι η Μόλι είχε σταματήσει να αναπνέει. Ο γιατρός είπε στη Γουανέτα να τη φέρει αμέσως πίσω στην κλινική. Εκεί διαπιστώθηκε ότι είχε ελαφρύ κρυολόγημα, αλλά ανέπνεε κανονικά. Η Μόλι εισήχθη εκ νέου και είχε παρακολούθηση όλο το εικοσιτετράωρο για περίπου τέσσερις εβδομάδες. Και πάλι, υπήρξαν μερικοί ψευδείς συναγερμοί, αλλά η αναπνοή της Μόλι φαινόταν να είναι καλή.
Αυτό θορύβησε τις νοσοκόμες που φρόντιζαν τη Μόλι. Η ψυχρή συμπεριφορά της Γουανέτα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Μόλι είχε αυτά τα επεισόδια μόνο όταν ήταν μόνη μαζί της, ήταν εξαιρετικά ύποπτη. Αρκετές από τις νοσοκόμες μίλησαν στον Στάινσνάιντερ, εκφράζοντας τον φόβο τους ότι η Μόλι θα μπορούσε να κινδυνεύσει αν την έστελναν σπίτι με την Γουανέτα. Μια νοσοκόμα του είπε ξεκάθαρα: «Αν τη στείλεις σπίτι, αυτή η κυρία θα τη σκοτώσει». Ο γιατρος την πρόσβαλε, λέγοντάς της ότι ήταν «άλλη μια υστερική νοσοκόμα».
Στις 4 Ιουνίου 1970, η Μόλι στάλθηκε ξανά στο σπίτι με ένα μόνιτορ αναπνοής. Την επόμενη μέρα, ήταν νεκρή. Η Γουανέτα είπε ότι είχε βάλει τη Μόλι στην κούνια της και την άφησε μόνη για ένα λεπτό. Όταν επέστρεψε, βρήκε το μωρό να μην αναπνέει και να μελανιάζει. Στην αυτοψία, ο ιατροδικαστής σημείωσε ότι η Μόλι ήταν αρκετά μελανιασμένη, κάτι που θα απέκλειε στην πραγματικότητα το SIDS. Ωστόσο, μη βρίσκοντας άλλες ασθένειες ή τραυματισμούς, έκρινε ότι ο θάνατος της Μόλι οφειλόταν σε πνευμονία. Ο Στάινσνάιντερ αμφισβήτησε αμέσως αυτό το εύρημα. Η Μόλι δεν είχε σημάδια πνευμονίας όταν είχε πάρει εξιτήριο 12 ώρες πριν από το θάνατό της. Αλλά ο Στάινσνάιντερ ήθελε να αποδείξει ότι η Μόλι είχε πεθάνει από SIDS που σχετίζεται με άπνοια.
Την επομένη της κηδείας της Μόλι, η Γουανέτα βγήκε και ψώνισε ρούχα για τον εαυτό της και το επόμενο βράδυ βγήκε να χορέψει με τον Τιμ. Δύο μήνες αργότερα, ήταν ξανά έγκυος. Όταν γεννήθηκε το αγοράκι τους, ο Νόα, τον Μάιο του 1971, ο Στάινσνάιντερ επέμενε να τον φέρουν στην κλινική του αμέσως μόλις φύγει από το μαιευτήριο. Στην κλινική, ο Νόα φαινόταν απόλυτα υγιής. Αν και πάλι οι νοσοκόμες προειδοποίησαν τον γιατρό ότι το βρέφος μπορεί να κινδυνευε, και πάλι εκείνος αγνόησε τις ανησυχίες τους. Ο Νόα σε ένα μήνα πήρε εξιτήριο, αλλά μέσα σε τρεις μέρες είχε πεθάνει.
Αφού έχασε πέντε παιδιά, ο Τιμ υποβλήθηκε σε βαζεκτομή, ανησυχώντας ότι αυτό που σκότωνε τα μωρά του ίσως ήταν γενετικό πρόβλημα. Μια εβδομάδα μετά τον θάνατο του Νώα, το ζευγάρι υιοθέτησε δοκιμαστικά ένα μωρό, τον Σκοτ. Ωστόσο, η Γουανέτα δεν τον κράτησε πολύ. Είχε αρχίσει να επισκέπτεται έναν ψυχίατρο και είχε ομολογήσει ότι φοβόταν ότι μπορεί να του κάνει κακό. Είχε επίσης αρχίσει να έχει σκέψεις αυτοκτονίας και της συνταγογραφήθηκε φαρμακευτική αγωγή για να ελέγξει το άγχος και την κατάθλιψή της.
Το ζευγάρι υιοθέτησε αργότερα ένα άλλο βρέφος, τον Τζέι. Ο Τιμ δεν εργαζόταν πλέον και μπορούσε να μένει με τη γυναίκα του και να βοηθάει με τον υιοθετημένο γιο τους. Ο Τζέι δεν φαινόταν να αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα υγείας. Ο Τιμ βεβαιώθηκε ότι το τα βιολογικά μωρά τους είχαν πεθάνει από κάτι γενετικό, ενώ ο δρ. Στάινσνάιντερ δημοσίευσε τη μελέτη του που έδειχνε ότι το SIDS μπορεί να εντοπιστεί στην υπνική άπνοια, που ανιχνεύουν τα οικιακά μόνιτορ. Από τις πωλήσεις των μόνιτορ έχει κερδίσει 9 εκατομμύρια δολάρια! Αλλά δεν εμπιστεύονταν όλοι τις θεωρίες του. Πολλοί ερευνητές βρήκαν προβλήματα με τη μεθοδολογία του και το γεγονός ότι είχε παραποιήσει δεδομένα. Κάποιοι εξέφρασαν την ανησυχία ότι το SIDS δεν μπορούσε να διακριθεί από το ασφυκτικό πνίξιμο και θα μπορούσε να παρέχει ουσιαστικά το ελεύθερο σε οποιονδήποτε γονέα δολοφόνο να εγκληματίσει χωρίς να φυλακιστεί.
Ανάμεσα στους πιο σκληρούς επικριτές του ήταν και μια ιατροδικαστής από το Ντάλας του Τέξας, η δρ. Νόρτον που πίστευε ότι η μελέτη του Στάινσνάιντερ ήταν πρόχειρη και ότι η περίπτωση της «κυρίας Ο» δεν ήταν απόδειξη της γενετικής προδιάθεσης για θανατηφόρα άπνοια ύπνου, αλλά μάλλον μια περίπτωση φόνου κατά συρροή. Χρειάστηκαν 20 χρόνια από τη δολοφονία του τελευταίου παιδιού της Γουανέτα, ώσπου ο περιφερειακός εισαγγελέας της Ν. Υόρκης -που η δρ. Νόρτον είχε ενημερώσει για την υπόθεση από τότε που ήταν βοηθός εισαγγελέα- διατάξει τη σύλληψη της Γουανέτα Χόιτ για τη δολοφονία των πέντε παιδιών της.
Η δίκη της ξεκίνησε τον Μάιο του 1995. Ο σύζυγός της, ο γιος της Τζέι και οι γείτονές της τάχθηκαν υπέρ της. Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει ότι η αδύναμη, μεσήλικη γυναίκα θα μπορούσε να έχει δολοφονήσει τα ίδια της τα παιδιά. Η υπεράσπισή της αντέκρουσε τους κατηγόρους και τους ψυχολόγους που υποστήριζαν ότι η Γουανέτα έπασχε από το «Σύνδρομο Μινχάουζεν δι’ αντιπροσώπου», αμφισβητώντας την επιστήμη της ψυχολογίας και ισχυριζόμενοι ότι δεν υπήρχε ούτε ένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Χουανίτα είχε σκοτώσει τα παιδιά της. Ωστόσο, κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε 75 χρόνια φυλάκιση. Άσκησε έφεση, αλλά πέθανε από καρκίνο του παγκρέατος πριν εκδικαστεί η έφεσή της. Εξαιτίας αυτού, η Πολιτεία της Νέας Υόρκης την αθώωσε μετά θάνατον.
Για την υπόθεση της Γουανέτα Χόιτ έχουν γραφτεί βιβλία (“Death of Innocents” κ.ά.), ενώ η ιστορία της υπήρξε υλικό της τηλεοπτική σειράς Deadly Women (“Mothers who kill”)