Ήταν δέκα παρά τέταρτο το πρωί της 20ής Απριλίου 1998, όταν ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας επί της οδού Πινδάρου 11, στο Κολωνάκι.
Η 47χρονη φαρμακοποιός Εναρέτη Ζήση, δέχτηκε δύο σφαίρες στο κεφάλι, και έπεσε αιμόφυρτη στον διάδρομο, έξω ακριβώς από το διαμέρισμά της. Ο δράστης έφυγε ανενόχλητος, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Η τραυματισμένη γυναίκα μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ, όπου εξέπνευσε έξι μέρες αργότερα.
Οι έρευνες
Οι διωκτικές αρχές θα επικεντρώσουν εξαρχής όλες τις έρευνες στο φιλικό περιβάλλον του θύματος. Μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που γνώριζαν πολλά, θα έρθουν στο φως λεπτομέρειες, που αναφέρονταν σε ερωτική σχέση του θύματος, με μία 37χρονη υπάλληλο της πολιτικής αεροπορίας, την Παρασκευή Μ.
Οι υποψίες των αστυνομικών ότι υπήρχε κάποιο σκοτεινό υπόβαθρο στην δολοφονία της φαρμακοποιού, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, όταν κάθε προσπάθεια του εντοπισμού της 37χρονης Παρασκευής Μ. είχε αποβεί άκαρπη. Μετά την «εξαφάνιση» της Παρασκευής Μ. η βεβαιότητα περί της ενοχής της, έγινε ακόμη πιο ισχυρή.
Στο φιλικό περιβάλλον κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι το κίνητρο της δολοφονίας ήταν η απόφαση του θύματος να ξεκόψει από τη γυναίκα η οποία αναζητείτο. Η υπ’ αριθμόν ένα ύποπτη συνελήφθη έξι μήνες αργότερα στα σύνορα Γερμανίας – Αυστρίας και δύο μήνες αργότερα οδηγήθηκε στην ανακρίτρια.
Sex…τρίγωνα…και ο Αλβανός
Στην κατάθεση της στην ανακρίτρια η Παρασκευή Μ. αρνήθηκε την εμπλοκή της στην δολοφονία της φαρμακοποιού, κατονομάζοντας ως δράστη τον Αλβανό εραστή τους.
Η ερωτική της σχέση με τη φαρμακοποιό, ξεκίνησε το 1991. Στο ζευγάρι προστέθηκε στη συνέχεια και ο σύζυγος του θύματος, ενώ από το 1997, αντί του συζύγου, συμμετείχε στις «συναντήσεις» τους ένας Αλβανός. Ο πολυετής αυτός δεσμός πέρασε από διάφορα εμπόδια, καθώς ο σύζυγος της Παρασκευής Μ., μόλις το έμαθε, την υποχρέωσε να διακόψει. Η απόφασή της Παρασκευής, δεν άρεσε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της στην φαρμακοποιό και τον άνδρα της, με αποτέλεσμα να μην την αφήνουν σε ησυχία.
«Λόγω της επιμονής της αλλά και των απειλών για το παιδί μου αναγκάστηκα να επανασυνδεθούμε» υπογράμμισε στην απολογία της. Αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με επεισόδια που μεσολάβησαν, όπως ο τραυματισμός της φαρμακοποιού με μαχαίρι το 1994. «Ουδέποτε μου επέρριψε ευθύνες, η σχέση μας συνεχίστηκε με σκηνές ζηλοτυπίας και εξάρσεις εκ μέρους της μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου 1998», πρόσθεσε και αποκάλυψε ότι μετά τη διάλυση της σχέσης τους, συνέχισαν η κάθε μια χωριστά τις ερωτικές συναντήσεις με τον Αλβανό.
Την ημέρα του εγκλήματος, στις 9.30 το πρωί, η Παρασκευή Μ. ισχυρίστηκε πως είχε ραντεβού σε καφετέρια με τον ντετέκτιβ Κ. Σπύρου και στη συνέχεια με τον δικηγόρο της στις δώδεκα. Τελικά συναντήθηκαν κατευθείαν στο δικηγορικό γραφείο, απ’ όπου εκείνη επικοινώνησε με τον Αλβανό, ο οποίος της ζήτησε να συναντηθούν για ένα πολύ σοβαρό θέμα.
Αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης, σύμφωνα με όσα περιέγραψε η κατηγορουμένη, ήταν να βρεθεί η ίδια στην Αλβανία, ναρκωμένη, και από εκεί στην Ιταλία απειλούμενη από τον Αλβανό φίλο της ότι αν δεν δούλευε γι’ αυτόν ώστε να του φέρνει χρήματα θα είχε την τύχη της φίλης της.
Τελικά κατόρθωσε να το σκάσει και να βρεθεί στη Γερμανία, όπου και παραδόθηκε, στις αρχές, όταν έμαθε ότι αναζητείται για τη δολοφονία της φαρμακοποιού, την οποία διέπραξε ο Αλβανός.
Η Δίκη
Στις 5 Απριλίου 2001 η Παρασκευή Μ. θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας αντιμετωπίζοντας την κατηγορία της φυσικής αυτουργίας σε ανθρωποκτονία από πρόθεση. Ο συγκατηγορούμενος Αλβανός συνεργός της ήταν απών, καθώς δεν κατάφεραν οι αρχές να τον εντοπίσουν.
«Είμαι αθώα», αρκέστηκε να πει η κατηγορουμένη.
Η κατάθεση του γιού του θύματος
Ο 18χρονος Θεοφάνης στην κατάθεσή του μίλησε για τη σχέση που είχε η μητέρα του με την κατηγορούμενη. «Ήταν σχέση εκβιασμού, την φοβόταν», είπε μη δίνοντας πίστη στα σενάρια για ερωτική σχέση μεταξύ των δύο γυναικών. Ο ίδιος μίλησε για τις απειλές που δεχόταν η Εναρέτη Ζήση από την Παρασκευή Μ., ενώ δεν δίστασε να μιλήσει και για τις απειλές που στρέφονταν και κατά του ιδίου.
«Απειλούσε και τη δική μου τη ζωή. Γι’ αυτό η μητέρα μου φοβόταν τόσο πολύ. Για τον εαυτό της δεν τη ένοιαζε. Όταν κάποιες φορές ρωτούσε την κατηγορουμένη γιατί κάνει αυτά τα πράγματα εκείνη απαντούσε με ύφος εκτελεστή.»
«Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η κατηγορουμένη σκότωσε τη μητέρα μου. Κανείς άλλος δεν είχε λόγο να το κάνει και άλλωστε εκείνη είχε προειδοποιήσει». Αυτή ήταν η απάντηση του 18χρονου Θεοφάνη Σ. γιου της Εναρέτης Ζήση στην ερώτηση που του απηύθυνε ο πρόεδρος του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου.
Ο Θεοφάνης Σ. μίλησε και για την πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει από εμπρησμό στο σπίτι τους, στο Κολωνάκι, το 1998 αλλά και για την επίθεση με μαχαίρι που είχε δεχθεί η Εναρέτη Ζήση το 1994.
Η κατάθεση του συζύγου
«Η σύζυγός μου δεν είχε κανέναν εχθρό. Μόνο η κατηγορουμένη μάς απειλούσε», κατέθεσε ο κ. Κωνσταντίνος Σ., ο οποίος χαρακτήρισε τη σχέση τους αρχικά φιλική και μετά εκβιαστική. Ήταν ο ίδιος που είχε μιλήσει για την ερωτική σχέση των δύο γυναικών αποδίδοντας εκ των υστέρων την πρώτη του κατάθεση σε… λάθος.
«Η κατηγορουμένη επιδίωκε να κάνει υποχείριο τη σύζυγό μου για να της «φάει» την περιουσία. Οι στόχοι της ήταν εμφανείς. Ήταν λάθος της συζύγου μου, που όταν την απειλούσε και της έδωσε τμηματικά 18.000.000 δραχμές δεν ζήτησε τη βοήθεια της Αστυνομίας. Το σκηνικό τώρα θα ήταν διαφορετικό. Δεν πιστεύω πάντως ότι η σχέση τους ήταν, όπως λέγεται, διαφορετική…».
Υπεράσπιση: Έχετε καταθέσει προανακριτικά ότι η σύζυγός σας και η κατηγορουμένη δημιούργησαν ερωτική σχέση…
Μάρτυρας: Αυτά τα έλεγε η κατηγορουμένη. Το κίνητρό της ήταν ο εκβιασμός και η γυναίκα μου τη φοβόταν. Ήταν πειθήνιο όργανό της.
Υπεράσπιση: Αρνείστε όσα έχετε πει προανακριτικά;
Μάρτυρας: Ήμουν συγχυσμένος…
Υπεράσπιση: Για ποιο λόγο σήμερα αποφεύγετε να προσδώσετε στη σχέση την πραγματική της διάσταση;
Μάρτυρας: Δεν υπήρχε.
Υπεράσπιση: Τότε γιατί λέγατε άλλα;
Μάρτυρας: Έκανα λάθος…
Η δίκη συνεχίζεται με καταθέσεις, ενώ το δικαστήριο διέταξε τη βιαία προσαγωγή του ιδιωτικού αστυνομικού Κων. Σπύρου, ο οποίος φέρεται να γνωρίζει σημαντικά στοιχεία για την υπόθεση.
Η απολογία
Λίγο νωρίτερα η Παρασκευή Μ. στην απολογία της υπεραμύνθηκε της αθωότητάς της, ενώ δεν παρέλειψε να εκφράσει και τη λύπη της για το θάνατο της «αγαπημένης της φίλης». «Είμαι βαθιά συντετριμμένη από τότε που πληροφορήθηκα τον θάνατο της αγαπημένης μου φίλης με την οποία είχα συνδεθεί ερωτικά, μετά από δική της πρόταση», είπε η κατηγορουμένη, και αναφέρθηκε στο σύζυγο του θύματος κ. Κωνσταντίνο Σ. «Στη σχέση αυτή συμμετείχε και ο σύζυγος της Εναρέτης και κάποιες άλλες φορές και ένας Αλβανός. Εγώ είχα ζητήσει από την Εναρέτη να διακόψουμε τη σχέση μας για να σώσω το γάμο μου. Εκείνη αντιδρούσε και με εκλιπαρούσε να συνεχίσουμε. Όποτε της έλεγα να χωρίσουμε, εκείνη με απειλούσε…».
Η εισήγηση του εισαγγελέα
Την πεποίθηση ότι η 37χρονη πρώην υπάλληλος της ΥΠΑ Παρασκευή Μ. δολοφόνησε στις 20 Απριλίου του 1999 στο Kολωνάκι την 47χρονη φαρμακοποιό Εναρέτη Ζήση υποστήριξε ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου στην πρότασή του ο εισαγγελέας της έδρας. Ο ίδιος μάλιστα έκρινε πως, παρά τους ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, η δολοφονία έγινε χωρίς τη συνδρομή του Αλβανού Γκέκα Μπαρτόκ. «Είναι μια υπόθεση με σατανική πλοκή, όπως οι περισσότερες υποθέσεις ανθρωποκτονίας.
Η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι ο δράστης ήταν ο Αλβανός, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια απήγαγε και την ίδια. Είναι μια έτοιμη απάντηση που δικαιολογεί και τη μετέπειτα στάση της εξαφάνισής της», είπε ο εισαγγελέας.
Η καταδίκη
Στις 12 Απριλίου 2001 το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ύστερα από πολύωρη σύσκεψη, δικαστές και ένορκοι κήρυξαν την 37χρονη Παρασκευή Μ. ένοχη για τη δολοφονία της Εναρέτης Ζήση, χωρίς να της αναγνωρίσουν κανένα ελαφρυντικό, και την καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.
Η Παρασκευή Μ. άκουσε σχεδόν ανέκφραστη την απόφαση των δικαστών και υποστήριξε για άλλη μια φορά τον υπερασπιστικό ισχυρισμό της, λέγοντας ότι δεν ήταν εκείνη που στις 20 Απριλίου του 1999 δολοφόνησε την Εναρέτη Ζήση έξω από το σπίτι της στο Kολωνάκι, αλλά ο Αλβανός Γκέκα Μπαρτόκ, ο οποίος στη συνέχεια απήγαγε και την ίδια.
Η κατηγορουμένη λίγο πριν πάρει και πάλι το δρόμο της επιστροφής προς τις φυλακές Κορυδαλλού είπε χαρακτηριστικά: «Σέβομαι την απόφαση του δικαστηρίου. Διακηρύσσω την αθωότητά μου και προτίθεμαι να ασκήσω όλα τα ένδικα μέσα για να αθωωθώ».
Εφετείο
Στις 26 Μαΐου 2003 η Παρασκευή Μ. θα βρεθεί στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Εφετείου για να δικαστεί σε δεύτερο βαθμό, ελπίζοντας να σπάσει την πρωτόδικη απόφαση που της είχε επιβάλλει την ποινή των ισοβίων.
Όπως η ίδια η κατηγορουμένη ομολόγησε στο δικαστήριο, είχε ερωτική σχέση με το θύμα, αλλά αρνείται ότι την σκότωσε εκείνη και υποστηρίζει ότι “δράστης ήταν κάποιος Αλβανός, ο οποίος και στη συνέχεια την απήγαγε στο εξωτερικό και εκείνη αφού του ξέφυγε παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές”.
Το δικαστήριο έκανε εν μέρει αποδεκτή την άποψη της, και την έκρινε ένοχη για ηθική αυτουργία, απαλλάσσοντας την από την κατηγορία της φυσική αυτουργού, διατηρώντας την ποινή των ισοβίων, που της είχε επιβληθεί πρωτόδικα. .