Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος υπήρξε ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος πήρε μέρος σε 136 ταινίες. Επειδή στην πλειοψηφία τους οι ταινίες γυρίζονταν το καλοκαίρι, κάποιες φορές γύριζε αρκετές -μέχρι και έξι- ταινίες συγχρόνως με αποτέλεσμα να ακολουθεί ένα εξαντλητικό πρόγραμμα. Κάποια στιγμή, καλεσμένος στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, περιέγραψε τη φορά που εξουθενωμένος κοιμήθηκε όρθιος στη σκηνή του θεάτρου μπροστά στον Σταυρίδη.
Όπως είχε πει ο αγαπημένος ηθοποιός αμέσως μετά τη λήξη της παράστασης έφευγε για το στούντιο ή -όταν είχε εξωτερικές σκηνές- για γειτονικά επαρχιακά μέρη και γύριζε ταινίες μέχρι την άλλη μέρα που άρχιζαν οι παραστάσεις. Από το σπίτι περνούσε μόνο για να πλυθεί και να ξυριστεί. Κοιμόταν σε μία καρέκλα στα παρασκήνια, περιμένοντας πότε θα έρθει η ώρα του να βγει στη σκηνή. Ο φροντιστής τον ξυπνούσε και του έλεγε ποια ήταν η ατάκα που μόλις είχε πει ο συμπρωταγωνιστής του.
“Όπως τα λέγαμε με τον Σταυρίδη τον κοιτούσα, τον κοιτούσα στη δεύτερη πράξη και έπαθα την ιστορία της Αλβανίας που είναι η εξής: Περπατούσαμε νύχτα μέρα, τη μέρα κρυφά για τα αεροπλάνα και το βράδυ κανονικά πορείες. Όποιος έχει κοντά του τα μουλάρια ήταν ευτυχής. Εμάς το σύνταγμα μας μας είχε τελευταίο λόχο και πίσω από τον λόχο έρχονταν τα μουλάρια. Τη νύχτα πιάνεσαι από την ουρά του μουλαριού, περπατάς με κλειστά τα μάτια ήσυχος ότι σε πάει το μουλάρι αλλά κοιμάσαι. Και χτυπά η σάλπιγγα “12 λεπτά, 12 λεπτά” στάση. Κάνεις δυο βήματα έξω από το μουλάρι, πέφτεις και κοιμάσαι αμέσως, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τίποτα. Είναι 12 λεπτά αυτός ο ύπνος. Χτυπάει η σάλπιγγα, συγκέντρωση, συγκέντρωση, πεταγόμαστε… το μουλάρι και συνεχίζει ο ύπνος με κλειστά τα μάτια περπατώντας κρατώντας την ουρά του μουλαριού”.
Συνεχίζοντας να περιγράφει το περιστατικό είπε: “Στην περίπτωση του Σταυρίδη είμαι όρθιος, τον ακούω, μου μιλάει, με τα μάτια ανοικτά, αλλά κοιμάμαι. Και κάποια στιγμή, γέρνω και πέφτω και με πιάνει ο Σταυρίδης. Συνήλθα του λέω: “που είμαστε, τι λέγαμε;”. “Τι να πούμε;” λέει. “Τώρα κοιμόμαστε!””.
Το βιντεοληπτικό υλικό προέρχεται από το κανάλι στο YouTube “Χρώμα στο ασπρόμαυρο”.
Το γυναικείο φιλί που τον έκανε να αγαπήσει το θέατρο
Από μικρός ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής και του άρεσε πολύ το διάβασμα αλλά και η ζωγραφική. Διάβαζε τα πάντα, με μανία, ακόμη και τις εφημερίδες με τις οποίες τύλιγαν τα ψάρια στην αγορά. Από μια τέτοια εφημερίδα ξεκίνησε και η αγάπη του για την αρχαία γραμματεία, καθώς μια μέρα ο ψαράς τύλιξε τα ψάρια σε μια σελίδα του Ηρόδοτου. Τα πράγματα ξεκαθάρισαν στο γυμνάσιο, όταν στο Διακοφτό έφθασε ένας νέος καθηγητής που ανέβασε στο σχολείο μια θεατρική παράσταση. Ωστόσο, ήταν η αδυναμία του στις γυναίκες που τον έπεισε για το… πεπρωμένο του.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος περιέγραψε τη στιγμή που τον έκανε να σκεφτεί σοβαρά την υποκριτική και δεν ήταν άλλη από το φιλί μιας κοπέλας. “Δώσαμε μια ερασιτεχνική παράσταση, πρωταγωνιστής εγώ, κι εσημείωσα θριαμβευτική επιτυχία. Στο τέλος της παράστασης πέρασαν μαθητές και μαθήτριες από το καμαρίνι και μας γέμισαν φιλιά. Το δικό της ήταν τόσο γλυκό που είπα: Δεν γίνεται. Θα βγω στη σκηνή και θα την κάνω να με φιλά κάθε βράδυ”.
Οι πληροφορίες από την εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού
Άγαμος λόγω ροχαλητού
Ο Παπαγιαννόπουλος αν και είχε πολλούς δεσμούς στη ζωή του, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Καθώς μεγάλωνε, κάποιοι τον χαρακτήρισαν «γεροντοπαλίκαρο», αλλά ο ίδιος συνήθιζε να αστειεύεται με το θέμα του γάμου. Όταν οι φίλοι και οι γνωστοί του τον ρωτούσαν γιατί δεν παντρεύτηκε με καμία από τις συντρόφους του, εκείνος απαντούσε: «Εγώ ροχαλίζω πολύ, ποια γυναίκα θα με ανεχτεί;». Όταν τον ρώτησε ο Αλέκος Σακελάριος απάντησε: «εγώ να παντρευτώ; Δεν πάω να πνιγώ καλύτερα;».
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννήθηκε στο Διακοφτό, τον Ιούλιο του 1912, το όγδοο παιδί, από τα δέκα της οικογένειας, που έφερε στη ζωή η μητέρα του, Μαρία. Τον φώναζαν χαϊδευτικά Νιόνιο.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1938, στο έργο Βασιλιάς Λιρ σε ρόλο που του έδωσε ο δάσκαλός του, Αιμίλιος Βεάκης. Στη γενική επιστράτευση του 1940, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχης. Έγινε λοχίας και διαδραμάτισε σημαντικό και ηρωϊκό ρόλο στην απελευθέρωση της Χειμάρας. Τα χρόνια που ακολούθησαν συνεργάστηκε με τους θιάσους Μαρίκας Κοτοπούλη, Αρώνη-Χορν, Χατζίσκου-Συνοδινού, Μουσούρη, Ηλιόπουλου και άλλων.
Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1947 στην ταινία “Παιδιά της Αθήνας”. Έπαιξε σε 153 ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Τον αγαπήσαμε ως απολαυστικό μπαμπά της Τζένης Καρέζη “Τζένη Τζένη και Δεσποινίς Διευθυντής” αλλά και της Αλίκης Βουγιουκλάκη στα “Η νεράιδα και το παλικάρι” και “Η Αρχόντισσα και ο αλήτης”.
Στην τηλεόραση έπαιξε στη σειρά της ΕΡΤ “Λούνα παρκ” που διήρκεσε σχεδόν 8 χρόνια (1974-1981). Ο ρόλος του κυρ-Γιώργη τον καθιέρωσε στη λαϊκή συνείδηση.
Βρέθηκε νεκρός στο μικρό διαμέρισμα του Γκύζη όπου έμενε μόνος τον Απρίλη του 1984, στα 72 του χρόνια.