Η εικόνα των αιχμάλωτων Ρώσων στρατιωτών στην Ουκρανία να μιλούν κλαίγοντας στις μανάδες τους μέσω τηλεφώνου και λέγοντας τους πως δεν ήξεραν ότι πήγαιναν σε πόλεμο έχει προκαλέσει παγκόσμια αίσθηση. Οι λυγμοί των νεαρών Ρώσων θα μπορούσαν μόνο να σοκάρουν τους συμπατριώτες τους, που έχουν ακόμα πρόσβαση στα δυτικά Μέσα Ενημέρωσης. Αυτός ακριβώς ήταν και ο στόχος του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι προχωρώντας σε μία στρατηγική κίνηση αναβίωσης του θρυλικού κινήματος της «Επιτροπής Μανάδων Στρατιωτών της Ρωσίας», που συγκροτήθηκε την περίοδο της διάλυσης της Σοβιετικής Ενωσης.
Στην κατεύθυνση να ασκηθεί πίεση στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν για την εισβολή από την κοινή γνώμη της χώρας του και για να κινητοποιηθούν αντιπολιτευτικές δυνάμεις στη Μόσχα το ουκρανικό υπουργείο Αμυνας καλεί τις Ρωσίδες μανάδες να ταξιδέψουν στο Κίεβο, να αναζητήσουν τα παιδιά τους και να τους τα παραδώσουν σώα και ασφαλή αναφέροντας: «Θα σας καλωσορίσουν και θα σας συνοδεύσουν στο Κίεβο, όπου θα σας παραδοθεί ο γιος σας».
Διαβάστε ακόμη: Πόλεμος στην Ουκρανία: Η συγκλονιστική φωτογραφία που ράγισε καρδιές – Πατέρας θρηνεί πάνω στον νεκρό γιο του
Η «Επιτροπή Μανάδων Στρατιωτών της Ρωσίας», ιδρύθηκε το 1989 την εποχή του τέλους του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Οι 300 μανάδες, που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα, είχαν ως στόχο να κάνουν εκστρατεία ώστε να επιστρέψουν οι γιοι τους στο σπίτι από τη στρατιωτική θητεία προκειμένου να συνεχίσουν τις σπουδές τους.
«Ξυλοδαρμοί, κακοποιήσεις και ταπεινώσεις»
Ο τρόμος από τις αποκαλύψεις για τις συνθήκες, που επικρατούσαν στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων της Σοβιετικής Ενωσης, ώθησαν τις γυναίκες αυτές να διεκδικήσουν την ασφάλεια των παιδιών τους. Ξυλοδαρμοί, κακοποιήσεις και ταπεινώσεις, έλλειψη τροφής και άλλων αναγκών ήταν στην ημερήσια διάταξη στους κόλπους του σοβιετικού στρατού με τις δυναμικές μανάδες να ζητούν τότε, μεταξύ άλλων, τον εκδημοκρατισμό των ενόπλων δυνάμεων, την καθιέρωση αποτελεσματικού πολιτικού ελέγχου στο στράτευμα και τον τερματισμό της καταναγκαστικής εργασίας.
Η εκστρατεία της επιτροπής είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή στα σπίτια τους δεκάδων χιλιάδων Ρώσων στρατιωτών και την ικανοποίηση μέρους των αιτημάτων τους από τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ομως οι αναχρονιστικές πρακτικές στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων δεν άλλαξαν σημαντικά με την οργάνωση να δημιουργεί την περίοδο εκείνη ένα κέντρο αποκατάστασης για στρατιώτες, που εγκατέλειψαν το στρατό για λόγους υγείας. Επιπρόσθετα, διευρύνθηκε το πεδίο δράσης των μαχητικών Ρωσίδων μανάδων εστιάζοντας στην οργάνωση εκπαίδευσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα για στρατεύσιμους και τους γονείς τους, στην αντιμετώπιση ατομικών καταγγελιών σχετικά με παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και στις τακτικές επιθεωρήσεις στρατιωτικών μονάδων αλλά και στην επεξεργασία νομοθετικών προτάσεων παράλληλα βέβαια με την οργάνωση μη βίαιων δημόσιων διαμαρτυριών.
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1991 η Σοβιετική Ενωση διαλύεται. Στην Τσετσενία, ο πτέραρχος και πρώην διοικητής της μονάδας στρατηγικών βομβαρδιστικών του σοβιετικού στρατού στη Βαλτική, Τζοχάρ Ντουντάεφ αναδεικνύεται πρόεδρος και ξεκινά τις διαδικασίες απόσχισης, οι οποίες συναντούν έντονες εσωτερικές αντιδράσεις. Οι στρατιώτες καταλαμβάνουν το κοινοβούλιο και οι τσετσενικές ένοπλες δυνάμεις εξοπλίζονται από τις αποθήκες των σοβιετικών αποθεμάτων. Σχεδόν 500.000 πολίτες, στην πλειοψηφία τους Ρώσοι, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την Τσετσενία και ο Τζοχάρ Ντουντάεφ έρχεται σε πλήρη ρήξη με τον πρώτο πρόεδρο της Ρωσίας Μπόρις Γιέλτσιν. Παρά τη στρατιωτική βοήθεια της Μόσχας στους αντιπάλους του ο Τσετσένος πρόεδρος καταστέλλει τη στρατιωτική επιχείρηση με άρματα μάχης στην πρωτεύουσα Γκρόζνι. Ο κύβος έχει ριφθεί.
Τον Νοέμβριο του 1994, ξεσπάει ο πόλεμος στην Τσετσενία με τη Ρωσία να αναλαμβάνει στρατιωτική δράση. Η σύγκριση των δύο στρατών αποτυπώνεται πλήρως στους αριθμούς των δυνάμεων, που αντιπαρατέθηκαν. Οι Τσετσένοι διαθέτουν στρατιωτικούς σχηματισμούς 13.000 αντρών με 40 άρματα μάχης, 50 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και οχήματα μάχης πεζικού και 100 πυροβόλα και όλμους. Οι Ρώσοι στέλνουν 24.000 στρατιώτες, 80 άρματα μάχης, 182 πυροβόλα και όλμους, 208 τεθωρακισμένα οχήματα μάχης. Μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 1994, οι δυνάμεις τους αυξάνονται σε 38 χιλιάδες στρατιώτες, 230 άρματα μάχης, 454 τεθωρακισμένα οχήματα, 388 όπλα και όλμους με ισχυρή αεροπορική υποστήριξη των επιχειρήσεων.
Η στρατιωτική υπεροχή των Ρώσων θεωρήθηκε λανθασμένα ότι θα έκαμπτε άμεσα τη σθεναρή αντίσταση των σκληροτράχηλων Τσετσένων. Ο ανταρτοπόλεμος των τσετσενικών δυνάμεων προκαλεί απώλειες και προβληματισμό στο Κρεμλίνο, διαπιστώνοντας ότι μία βραχεία επιχείρηση, όπως τουλάχιστον σχεδιάστηκε, θα μπορούσε να εξελιχτεί σε έναν πολύχρονο αιματηρό πόλεμο, όπως και έγινε. Η κατάσταση είναι δραματική στο Γκρόζνι. Στην πρώτη φάση των συγκρούσεων περισσότεροι από 2.500 Τσετσένοι σκοτώνονται ενώ οι ρωσικές δυνάμεις μετρούν εκατοντάδες θύματα.
Εστελναν έως και 200 επιστολές την μέρα
Η «Επιτροπή Μανάδων Στρατιωτών της Ρωσίας» αντιτάσσεται από την αρχή στις πολεμικές επιχειρήσεις αναλαμβάνοντας να συγκεντρώσει τα παράπονα των στρατιωτών και των μανάδων τους. Τους πρώτους 6 μήνες του πολέμου, η επιτροπή λαμβάνει έως και 200 επιστολές την μέρα και την ίδια περίοδο, σχεδόν 10.000 άτομα υποβάλουν τα παράπονά τους αυτοπροσώπως. Το βράδυ της 3ης Ιανουαρίου του 1995 η επιτροπή πραγματοποιεί την πρώτη της αντιπολεμική συγκέντρωση στην Κόκκινη Πλατεία για να τιμήσουν τη μνήμη όσων είχαν πεθάνει στην Τσετσενία.
Η αγρυπνία των μανάδων στην Κόκκινη Πλατεία υπήρξε ο προπομπός 5 μέρες αργότερα της πρώτης μεγάλης ανοιχτής συγκέντρωσης ενάντια στον πόλεμο στην Τσετσενία, στην οποία συμμετείχαν 5.000 πολίτες. Την προηγούμενη μέρα μεγάλος αριθμός μανάδων των στρατιωτών, που πολεμούσαν στην Τσετσενία, είχαν πραγματοποιήσει πορεία διαμαρτυρίας έξω από το υπουργείο Αμυνας της Ρωσίας, ζητώντας την άμεση κατάπαυση του πυρός, την έναρξη συνομιλιών για την επίλυση της κρίσης με ειρηνικό τρόπο και την παραίτηση του τότε Ρώσου υπουργού Αμυνας Πάβελ Γκρατσόφ.
«Ο γιος σου είναι αιχμάλωτος. Τραυματίστηκε, αλλά έχει περάσει τα χειρότερα. Ελα στο χωριό μας να τον πάρεις. Θα σε συναντήσουμε», θα πει η άγνωστη φωνή από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής σε πολλές μανάδες Ρώσων στρατιωτών. Οπως ακριβώς κάνουν αυτή τη στιγμή και οι ουκρανικές αρχές. Τα τηλεφωνήματα αυτά, οδηγούν εκατοντάδες γυναίκες να οργανωθούν στην επιτροπή και να ταξιδέψουν τον Φεβρουάριο του 1995 στην Τσετσενία για να πάρουν τους γιους τους μακριά από τον πόλεμο. Διαπραγματεύονται με τον στρατό της Τσετσενίας και πετυχαίνουν την απελευθέρωση των αιχμαλώτων πολέμου.
Αρνηση στρατιωτικής θητείας
Μαζί τους και πολλές μανάδες, των οποίων οι γιοι τους δεν είχαν αιχμαλωτιστεί, αλλά θέλησαν να τους αναζητήσουν στις τάξεις του ρωσικού στρατού και να τους ζητήσουν να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η οργάνωση εκτός από τις πορείες διαμαρτυρίας, το διάστημα εκείνο ασκεί συνεχή και έντονη κριτική στη ρωσική κυβέρνηση για τις εχθροπραξίες τασσόμενη υπέρ των νεαρών αντρών, που αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στο μέτωπο, δηλώνοντας αντιρρησίες συνείδησης. Μάλιστα, ξεκινά και εκστρατεία ενθαρρύνοντας τις Ρωσίδες να υποστηρίξουν το δικαίωμα των γιων τους να αρνούνται τη στρατιωτική θητεία με αντιπροσωπία της να ταξιδεύει στο εξωτερικό για να υποστηρίξει την ιδέα ενός Διεθνούς Δικαστηρίου για την Τσετσενία.
Οι αντιδράσεις για τον πόλεμο στην Τσετσενία φέρνουν σε δύσκολη θέση το Κρεμλίνο, που αναζητά μία έξοδο από την πολεμική σύρραξη. Τελικώς, τον Απρίλιο του 1996 ο Τζοχάρ Ντουντάεφ σκοτώνεται από πύραυλο, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις τον είχαν εντοπίσει από το δορυφορικό τηλέφωνο, που χρησιμοποιούσε. Τον διαδέχεται ο Ζελιμχάν Γιανταρμπίεφ με τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις να ξεκινούν τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς καταλήγοντας 3 μήνες αργότερα στην υπογραφή συμφωνίας, με την οποία ορίζονταν οι σχέσεις των δύο εμπόλεμων μερών.
Σε κάθε περίπτωση, η «Επιτροπή Μανάδων Στρατιωτών της Ρωσίας» έγινε πραγματικός βραχνάς για τη Μόσχα παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου στην Τσετσενία. Για τη δράση της αυτή έλαβε το 1995 το βραβείο Sean MacBride από το Διεθνές Γραφείο Ειρήνης ενώ βραβεύτηκε και από τη νορβηγική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στα τέλη της δεκαετίας του '90 και στις αρχές του 2000 η επιτροπή βρέθηκε ξανά απέναντι στο ρωσικό στρατιωτικό κατεστημένο στην προσπάθειά της να αποτρέψει αντιδημοκρατικές αλλαγές στη ρωσική στρατιωτική νομοθεσία, απαιτώντας την άμεση κατάργηση της ακούσιας στράτευσης, η οποία, όπως σημείωνε σε κάθε ευκαιρία, κατέστησε τον στρατό πηγή απειλής για τους ανθρώπους και την κοινωνία και πηγή της κοινωνικής έντασης στη Ρωσία.