Μετά και το πρόσφατο μπαράζ σεισμικότητας που καταγράφηκε όταν σημειώθηκαν 15 μικροσεισμοί από 1 έως 3,9 ρίχτερ, στις 27 Μαρτίου, ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος, δεχόμενος πλήθος μηνυμάτων από ανάστατους κατοίκους της περιοχής, προχώρησε σε δύο διαδοχικές αναρτήσεις, μέσω των οποίων συνιστούσε ψυχραιμία.
«Υπάρχει μια ανησυχία, αυτό είναι αλήθεια, και το βλέπω και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γιατί μου απευθύνονται. Κυρίως τους προβληματίζει αν θα γίνει μεγαλύτερος σεισμός, πότε θα σταματήσει το φαινόμενο, ποια είναι η πορεία του φαινομένου γενικώς», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής Ερευνών του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Ο ίδιος, σε δημόσια τοποθέτησή του, δύο ημέρες μετά, αναφέρθηκε διεξοδικά στο ζήτημα πραγματοποιώντας μια ιστορική αναδρομή στους σεισμούς που έχει «δώσει» η Θήβα κατά το παρελθόν, με τον μεγαλύτερο να αγγίζει τα 6,7 ρίχτερ και τρεις εξ αυτών να ξεπερνούν τα 6, ενώ σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «η επιστημονική κοινότητα θα πρέπει να είναι επιφυλακτική, γιατί έχουμε επιμονή της σεισμικής δράσης στη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία γνωρίζουμε ότι δίνει ισχυρούς σεισμούς. Όλοι ευχόμαστε να μη συμβούν τα χειρότερα. Αλλά με τις ευχές δεν αντιμετωπίζονται τα φυσικά φαινόμενα».
Ο έμπειρος σεισμολόγος ρίχνει φως στο φαινόμενο – που «ξύπνησε» ουσιαστικά για πρώτη φορά στις 2 Δεκεμβρίου 2020 με τα «προειδοποιητικά» 4,6 ρίχτερ – υπογραμμίζοντας τις πρωτοβουλίες της Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου από τον Ιούλιο και έπειτα, με αφορμή τη νέα έξαρση σεισμικότητας που εκδηλώθηκε τότε στη Θήβα, ώστε η περιοχή να είναι θωρακισμένη αν – ο μη γένοιτο – σημειωνόταν κάποιος σεισμός ισχυρότερος όσων καταγράφονται το τελευταίο διάστημα.