Νέα στοιχεία έρχονται στο φως για τη σπιτονοικοκυρά του Μάνου Δασκαλάκη και της Ρούλας Πισπιρίγκου, τόσο για τον χαρακτήρα της όσο και για την οικονομική της κατάσταση.
Στενοί συγγενείς της, μιλώντας στην εφημερίδα “Πελοπόννησος“, περιγράφουν την Ευγενία Κούτρα ως απόμακρη, απρόσιτη, αντικοινωνική, γεμάτη παραξενιές και ιδιορρυθμίες. Όσο για τα περιουσιακά της στοιχεία, πουθενά δεν προκύπτει πως η σπιτονοικοκυρά είχε οικονομίες και περιουσία, όπως είχε ακουστεί προ ημερών. Απεναντίας, η Ευγενία Θεοδωροπούλου-Κούτρα είχε φορτωθεί με πολλά τραπεζικά χρέη για το σπίτι και τα έβγαζε πέρα με το ζόρι. Μέχρι και έρανος ακούστηκε πως στήθηκε πριν από κάποια χρόνια για την ίδια.
«Είχα να συναντήσω την Εύη (Ευγενία) από το 2009, από την κηδεία του άνδρα της του Παναγιώτη. Στο Ξυλόκαστρο έγινε η κηδεία του. Εκεί είναι θαμμένος. Αλλά και πιο πριν, πάλι είχαμε χαθεί για χρόνια… Από τον γάμο της και μετά, το ’80 περίπου, κόπηκαν οι σχέσεις μας. Δεν ήθελε να ‘χει σχέσεις με κανέναν. Ήταν πολύ ιδιόρρυθμη και παράξενη η ξαδέλφη μου. Θα σας το πω όπως το νιώθω: Δεν αγαπούσε κανέναν. Ούτε τον ίδιο της τον εαυτό… Αλλά το αίμα νερό δεν γίνεται, γι’ αυτό αναστατωθήκαμε με τον θάνατό της…» αναφέρει πρώτος της ξάδελφος στην τοπική εφημερίδα.
«Από την τηλεόραση έμαθα ότι πέθανε. Αν δεν είχε ξεσπάσει αυτή η υπόθεση με την Πισπιρίγκου, ένας θεός ξέρει πότε θα το μάθαινα… Δεν ήθελε σχέσεις με κανέναν. Παντού μόνη της…» σημειώνει ο ίδιος.
Μεταξύ άλλων δήλωσε:
«Δεν ήταν ακριβώς άθεη. Αυτό δεν ισχύει. Αλλά ήθελε όταν πεθάνει, να την κάψουν. Αυτό μου το είχε πει κι εμένα, εδώ και χρόνια».
«Και με τον Παναγιώτη τον άνδρα της είχε τυπικές σχέσεις. Απ’ όταν ζούσαν στην Αθήνα ακόμα, είχαν διαταραχθεί οι σχέσεις τους. Ενα βράδυ είχαν αρπαχτεί τόσο άσχημα στο σπίτι τους, που κατέληξαν στο ΑΤ Εξαρχείων και με κάλεσαν κι εμένα εκεί… Και το αποκορύφωμα: όταν ήρθαν στην Πάτρα για να μείνουν, η Εύη έμενε στο σπίτι του 2ου ορόφου και τον Παναγιώτη τον είχε κι έμενε σ’ ένα δώμα που υπάρχει στην ταράτσα της οικίας. Δεν φαίνεται από τις εξωτερικές φωτογραφίες το δώμα αυτό, που έμενε ο Παναγιώτης…».
«Η Εύη είχε σοβαρά κινητικά προβλήματα. Αλλά μέχρι εκεί, αυτό ξέρω… Είχε πέσει από τη σκάλα, χτύπησε σοβαρά και της άφησε μόνιμο κουσούρι. Αυτό μου είχε πει όταν την είδα στην κηδεία του άνδρα της. Να φανταστείτε πως είχε στο σπίτι στην Πάτρα ηλεκτρική καρέκλα για τις σκάλες, σαν αναβατόριο…».
«Δεν ξέρω πώς πέθανε όμως… Και πολύ θα ήθελα να μάθω πώς και από τι πέθανε, γιατί ακούμε διάφορα. Μέχρι το 2010 που γνωρίζω, είχε μόνο κινητικά προβλήματα…».
«Αυτά που ακούω για περιουσίες και για λεφτά της Εύης είναι παραμύθια. Τίποτα δεν είχε, αυτό ξέρω εγώ… Εκτός κι αν κέρδισε κανένα Τζόκερ. Πήραν δάνειο από τράπεζα κι έφτιαξαν τον 2ο όροφο του σπιτιού. Και νομίζω πως είχε πολλά χρέη από τραπεζικά δάνεια. Ο Παναγιώτης ήταν στην αρχή αστυφύλακας, μετά πήγε Νομική, έφυγε από την Αστυνομία Πόλεων κι έγινε δικηγόρος. Ένας απλός δικηγόρος ήταν, του μεροκάματου. Αφού θυμάμαι εκείνες τις μέρες το 2010, που ξανανταμώσαμε και ερχόμουν σαββατοκύριακα στην Πάτρα, εγώ πήγαινα και σήκωνα λεφτά για λογαριασμό της από ΑΤΜ. Ήξερα, λοιπόν, περίπου τι είχε. Παραμύθια της Χαλιμάς τα περί περιουσίας. Είχε βγει σε σύνταξη πρόωρα και πήρε μειωμένη σύνταξη».
«Θυμάμαι, όμως, πολύ καλά πως η Εύη όταν βρεθήκαμε το 2010, μου είχε πει πως είχε ήδη γράψει η ίδια ένα σημείωμα σαν διαθήκη. Αυτό θα υπάρχει σίγουρα στο σπίτι του 2ου ορόφου κάπου, αν δεν το έχει πάρει κανείς… Και ήξερα, επίσης, πως ο πατέρας της τής είχε αφήσει και 10 λίρες. Ο Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος, ο πατέρας της, ήταν τραπεζικός υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδας. Θυμάμαι ότι τότε, αρχές του 2010, ήθελε η Εύη να εξαργυρώσει εκείνες τις λίρες, αλλά εγώ της έλεγα να μη βιάζεται. Δεν ξέρω τι απέγιναν μετά. Λογικά κι αυτές θα τις φύλαγε κάπου στο σπίτι της, εκτός αν τις είχε ήδη εξαργυρώσει…».
«Θυμάμαι ένα ακόμα περιστατικό που μου έκανε εντύπωση: Γύρω στο 2017 ή 2018 με ενημέρωσε μια συνάδελφος της Εύης, καθηγήτρια, με την οποία είχαμε γνωριστεί παλιά, πως την είχαν πάει στο Νοσοκομείο στο Ρίο την ξαδέλφη μου, γιατί ειδοποιήθηκε η Αστυνομία για έντονη δυσοσμία στο σπίτι της Μπιζανίου και πήγαν και την πήραν. Είχα ακούσει πως νοσηλεύτηκε μερικές μέρες στην Παθολογική και μετά στη Νευρολογική Κλινική».
«Το σοκ για εμένα, όμως, ξέρετε ποιο ήταν; Ότι αυτή η συνάδελφός της που με πήρε, μου αποκάλυψε πως παλιοί συνάδελφοι της ξαδέλφης μου και κάποιοι ίσως από τη γειτονιά έκαναν έρανο για την Εύη. Σε τόσο χάλια κατάσταση ήταν οικονομικά. Ποια περιουσία λένε λοιπόν και ποιες καταθέσεις;».
«Να ξέρετε, πάντως, ότι η Εύη πέρα από πολύ ιδιόρρυθμη, δεν ήταν καθόλου ανοιχτοχέρα. Δεν έδινε του αγγέλου της νερό. Όπως σας το λέω. Δεν υπάρχει περίπτωση η Εύη που ήξερα εγώ να μην έπαιρνε λεφτά από το ζευγάρι για ενοίκιο…».
«Μου είχε πει τότε που κατέβαινα στην Πάτρα για ένα διάστημα μετά την κηδεία του Παναγιώτη και την έβλεπα, ότι παράγγελνε συχνά φαγητό από ένα κοντινό στο σπίτι της εστιατόριο, πιτσαρία, δεν θυμάμαι καλά, που όμως είχε και γκουρμέ φαγητά. Αν τώρα εκεί γνώρισε τον Μάνο Δασκαλάκη, που όπως άκουσα στην τηλεόραση ήταν και ντελιβεράς, δεν ξέρω…»
«Δεν ήθελε παιδιά η Ευγενία, ήταν αλλού γι’ αλλού»
Ο Δημήτρης Κούτρας, πρώτος ξάδελφος της Ευγενίας Θεοδωροπούλου από το χωριό Γιαννόπουλου, του δήμου Αμφιλοχίας όπου είναι θαμμένοι οι γονείς της σπιτονοικοκυράς ανέφερε στην εφημερίδα “Πελοπόννησος”:
«Δεν πάταγε ποτέ το πόδι της στο χωριό η Ευγενία. Και δεν ήθελε σχέσεις με κανέναν. Πενήντα χρόνια και δεν ήρθε μια φορά… Ήρθε μόνο στην κηδεία του πατέρα της, φάγαμε, τα ‘παμε, μετά εξαφανίστηκε. Ξανάρθε στην κηδεία της μάνας της, μετά από μερικά χρόνια, αλλά τότε έφυγε κατευθείαν. Μυστήριο τρένο η Ευγενία. Από μικρή έτσι ήταν».
«Ανάποδη σε πολλά. Εκείνα τα χρόνια πέρναγε από το μυαλό μας, πως μπορεί να ήταν λιγάκι αναρχική. Σε όλα ανάποδη. Ζαβόσκυλο…».
«Ένιωθα, πως μας θεωρούσε λιγάκι παρακατιανούς. Αλλά μπορεί να ‘ναι δικό μου το λάθος. Εγώ το ένιωθα έτσι. Ήταν αλλού γι’ αλλού, όμως, η Ευγενία. Εκ γενετής, πιστεύω. Το γονίδιό της ήταν έτσι… Δεν ήθελε οικογένεια. Απορώ γιατί παντρεύτηκε… Ούτε παιδιά ήθελε. Δεν είναι, όπως ξέρω, ότι είχε κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα και δεν έκανε παιδιά. Δεν ήθελε παιδιά. Τις παραξενιές που είχε μικρή, τις κουβάλησε, πιστεύω, ως το τέλος της ζωής της».
«Μετανιώνω, όμως. Επρεπε να την είχα πλησιάσει εγώ, να είχα πάει να την βρω κι ας μ’ έδιωχνε. Και τώρα ξαφνικά, βλέπουμε στην τηλεόραση πως η ξαδέρφη έχει πεθάνει δυο χρόνια τώρα…».
«Ο πατέρας της Ευγενίας ήταν αρχοντάνθρωπος. Πρώτα ήταν χωροφύλακας και μετά έπιασε δουλειά στην Τράπεζα της Ελλάδας. Και ο άνδρας της, τις λίγες φορές που τον είδα, μου φάνηκε λεβεντόπαιδο. Πώς ταίριαξε με την Ευγενία, δεν ξέρω…».
«Για τα περιουσιακά που με ρωτάς… Έμαθα ότι κάποιοι από το σόι ετοιμάζονται να κυνηγήσουν την αρπαχτή. Κι ό,τι τους κάτσει… Εγώ δεν έχω τέτοια λογική, αλλά επειδή δεν γουστάρω να κάνουν κάποιοι την αρπαχτή και μετά να έρχονται να με λένε κορόιδο, πήρα έναν δικηγόρο, τον κύριο Ανδρέα, και του είπα να κινηθεί κι ό,τι βγει. Αλλά, νομίζω πως δεν θα βγει τίποτα. Ούτως ή άλλως, τα κανάλια κι αυτοί που μιλάνε μας έχουν ρεζιλέψει τόσες μέρες με τόσα που λένε για την ξαδέλφη. Αλλά ας πρόσεχε κι αυτή. Στο είπα, ζαβόσκυλο ήτανε η Ευγενία από μικρό κορίτσι»!