Το ξεχασμένο αηδόνι του λαϊκού τραγουδιού, ο Χρηστάκης, άφησε σαν σήμερα την τελευταία του πνοή, σε νοσοκομείο του ΙΚΑ (υπήρχαν τέτοια ακόμα τότε) το 1981, στη Θεσσαλονίκη.
Το κανονικό όνομα του Χρηστάκη, ήταν Χρήστος Σύρπος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1924 και μεσουράνησε στο ελληνικό πεντάγραμμο, στα χρόνια της Χούντας, με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, Χρηστάκης. Μεγάλωσε στη Δράμα, όπου έβγαζε τα προς το ζην ως υδραυλικός. Η φωνή του όμως είχε “μέταλλο”.
Κάποτε τον άκουσε ο γνωστός ρεμπέτης, Κώστας Καπλάνης και αυτός ήταν που τον προέτρεψε να ασχοληθεί με το τραγούδι. Το έκανε, “έμπλεξε” με το τραγούδι, αλλά με μεγάλη επιτυχία και έφτασε να κάνει και δικές του συνθέσεις. Έγινε διάσημος για τα τραγούδια του “Τα μπαγλαμαδάκια”, “Θα ζήσω ελεύθερο πουλί”, “Έμαθα πως είσαι μάγκας”, “Είναι το κρύο τσουχτερό”.
Όταν ανέβηκε μόνος στο πάλκο, άρχισε η ανοδική πορεία. Η “σκηνική” του παρουσία ήταν μοναδική, σχεδόν απίστευτη. Δεν τραγουδούσε απλώς. Αεικίνητος και σκερτσόζος στο πάλκο έφερε κάτι που ώς τότε ήταν σχεδόν άγνωστο στο λαϊκό τραγούδι. Ως τότε οι τραγουδιστές είτε όρθιοι είτε καθιστοί, είχαν μια ήρεμη και μάλλον σοβαρή σκηνική παρουσία. Ο Χρηστάκης “έντυνε” την κοφτή του ερμηνεία με αντίστοιχες κοφτές κινήσεις, που ανέδυαν ένα “πάθος” στα τραγούδια του, ακόμα και όταν τραγουδούσε με σινιέ κοστούμι, γραβάτα και μαντηλάκι στο σακάκι.
Ξεκίνησε την τραγουδιστική του καριέρα το 1950. Στην αρχή τραγουδούσε ως δεύτερη φωνή και έπαιζε κιθάρα και μπαγλαμαδάκι, δίπλα σε μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού (Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια κ.ά.). ‘Ηταν “μάστορας” στις διφωνίες, σε μια εποχή που τα σεγόντα και τα τέρτσα ήταν ζητούμενο. Στην αρχή κατάφερε να σταθεί στο πάλκο και στη δισκογραφία, σαν δευτεραγωνιστής, δίπλα σε μεγάλα ονόματα της εποχής, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, την Πόλυ Πάνου, την Γιώτα Λύδια, την Καίτη Γκρέυ, τον Πάνο Γαβαλά και όχι μόνο
Ο Χρηστάκης έκανε πλάκες, ήταν αλέγκρος χαρακτήρας και γρήγορα έγινε αγαπητός στον κύκλο του, αλλά και στο κοινό. Οι μετοχές του εκτοξεύτηκαν όταν παντρεύτηκε όταν παντρεύτηκε την αδελφή του Γιώργου Μητσάκη, ο οποίος εκείνη την εποχή μεσουρανούσε. Χώρισε σχετικά γρήγορα. Στη ζωή του απέκτησε δύο παιδιά. Ήταν μποέμ τύπος, ανοιχτόκαρδος και ανοιχτοχέρης.
Η δεκαετία του 60, γεμάτη πολιτικά προβλήματα που μάστιζαν τον τόπο ήταν μια ιδιαίτερη εποχή. Τα μέσα επικοινωνίας (στα οποία οι πολιτικοί επιστήμονες εντάσσουν σήμερα και το τραγούδι) ήταν ελάχιστα. Οι εφημερίδες, τα ραδιόφωνα, λίγα τηλέφωνα και ακόμα λιγότερες τηλεοράσεις. Φυσικά υπήρχε ο ελληνικός κινηματογράφος. Οι Έλληνες είχαν ανάγκη τη διασκέδαση και ο Χρηστάκης την προσέφερε. Στο ελληνικό τραγούδι άρχισαν οι ανακατατάξεις και ο Χρηστάκης βγήκε μπροστά και καθιερώθηκε με τη σκηνική του παρουσία, ως διασκεδαστής.
Ο Χρηστάκης , με τη «νευρική», «κοφτή» ερμηνεία του έκανε μεγάλο «σκηνικό» στα κέντρα δημιουργώντας ένα πρωτόγνωρο σόου διανθισμένο από υπερβολές και σπασίματα πιάτων. Λίγα χρόνια πριν από το σπάσιμο απαγορευόταν. Οι μάγκες ήταν σοβαροί και απέφευγαν τους σαματάδες. Ο Χρηστάκης έκανε τον σαματά διασκέδαση. Εκείνη την εποχή τον ονόμασαν «Ο Έλλην Τζόνι Χαλιντέι». Αλλά πίσω από τον σαματά, υπήρχαν τραγούδια με στίχους που είχαν ουσία και έστελναν μηνύματα, όπως ο στίχος “Θα ζήσω ελεύθερο πουλί”. Εν μέσω σκληρής χούντας, το μήνυμα ήταν διπλό. Η ζωή του εργένη είχε αυτό που ζητούσαν οι Έλληνες: Ελευθερία. Το τραγούδι έγινε Ύμνος.
Ο Χρηστάκης ευτύχησε να ερμηνεύσει και τραγούδια με εκτόπισμα, τα οποία τον εδραίωσαν στις προτιμήσεις του κόσμου, φυσικά με τη βοήθεια των πιάτων. Αλλά είπε και τραγούδια όπως το υπέροχο «Να χαρείς τα μάτια σου καλέ» των Στέλιου Ζαφειρίου και Γαβαλά, και φυσικά την διάσημη «Κανάρα» (Θα ζήσω ελεύθερο πουλί) του Ζακ Ιακωβίδη και του Μιχάλη Γαβριηλίδη. Η κοφτή του ερμηνεία σε παλιότερα τραγούδια, όπως το «Έμαθα πως είσαι μάγκας», «Η γάτα» και άλλα τον απογείωσε.
Μια τέτοια πορεία δε μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από το ελληνικό σινεμά, που τότε επίσης ήταν στις δόξες του. Ο ελληνικός κινηματογράφος και το μουσικό θέατρο τον έστεψαν, έστω και για ένα μόνο διάστημα, «βασιλιά της νύχτας».
Το 1976 συμμετείχε στο δίσκο του Άκη Πάνου «Μάθημα Πρώτον» στη Sonor και δύο χρόνια αργότερα τραγούδησε στη General Τάκη Σούκα και Χρήστο Νικολόπουλο. Οι εποχές όμως άλλαζαν, όπως άλλαζε και η Ελλάδα μετά την Μεταπολίτευση.
Tο άστρο του είχε αρχίσει να ξεθωριάζει και η υγεία του να κλονίζεται. Αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα ο ανοιχτοχέρης που όπως λέγεται είχε βοηθήσει πολύ κόσμο. O Χρηστάκης τελικά έφυγε άδοξα χτυπημένος από ακόμη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο.