Μία από τις μεγαλύτερες ποσότητες που έχει εντοπιστεί στη χώρα μας ήταν τα 1.268 κιλά «σοκολάτας».
Τα τέσσερα μέλη του πληρώματος που συνελήφθησαν από τις Αρχές υποστήριξαν ότι δεν γνώριζαν την ύπαρξη των ναρκωτικών στο σκάφος. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο προσπάθησε να πείσει τους δικαστές ότι δεν είχε καμία σχέση με το «χρυσό φορτίο».
«Αν γνωρίζαμε ότι είχε ναρκωτικά το πλοίο δεν θα ήμασταν μαζί με τις Αρχές για να βοηθήσουμε. Ίσα ίσα, όταν μας έδωσαν εντολή να σταματήσουμε, σταματήσαμε και βοηθήσαμε που φτάσαμε στο λιμάνι», είπε στο δικαστήριο ο δεύτερος κατηγορούμενος. «Ο Θεός μας βλέπει. Εμείς δεν φταίμε. Δουλεύουμε σαν ψαράδες… Ήμασταν μαζεμένοι όταν ήρθε ο καφετζής στο λιμάνι και μας είπε ότι κάποιος γνωστός μας ψάχνει άτομα για δουλειά μίας εβδομάδας», περιέγραψε ακόμα ένας κατηγορούμενος.
Κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά του εισαγγελέα να μιλήσει για τα όσα είχαν ακουστεί στην αίθουσα του δικαστηρίου. Πρότεινε να κριθούν ένοχοι όχι για την αγορά των ναρκωτικών, αλλά για τις υπόλοιπες πράξεις, όπως της εμπορίας, της μεταφοράς, τις βαριές ποινές που ορίζει ο νόμος λόγω της μεγάλης ποσότητας. Συνολικά, βρέθηκαν 48 συσκευασίες «σοκολάτας» με λογότυπο η καθεμία, με τον εισαγγελέα να μην πείθεται από τους ισχυρισμούς περί «απλών ψαράδων τόνου που θα έπαιρναν από χίλια ευρώ στην περίπτωση που το πλοίο αγοραζόταν». Επίσης, «με τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας ο ενδιαφερόμενος αγοραστής μπορούσε να δει και να εκτιμήσει το πλοίο χωρίς να πραγματοποιήσει αυτό ένα τόσο πολυδάπανο ταξίδι περίπου 1.500 μιλίων, που απαιτούσε τουλάχιστον επταήμερο πλου με τα αντίστοιχα έξοδα αγοράς καυσίμων, μισθών και διατροφής του τετραμελούς πληρώματος». Επίσης, «οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι ισχυρίστηκαν ότι το πλοίο είχε πουληθεί και το πήγαιναν προς παράδοση, ενώ ο τέταρτος κατέθεσε ότι το πήγαιναν να το δει ο υποψήφιος αγοραστής».
Ο συνήγορος υπεράσπισης ενός εκ των τεσσάρων κατηγορούμενων, ο γνωστός ποινικολόγος Γιάννης Γλύκας, και πρόεδρος της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων δικηγόρων είπε «Από την πρώτη στιγμή ο εντολέας μου αρνείται τη συμμετοχή του στα αποδιδόμενα αδικήματα, καθότι δεν θα μπορούσε να γνωρίζει την ύπαρξη των ναρκωτικών ουσιών, καθότι αυτά ήταν κρυμμένα σε χώρο που δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί. Άλλωστε επί δύο μέρες οι Αρχές έψαχναν χωρίς επιτυχία! Η αναγνώριση όμως της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη τον οδήγησε σε μια απόφαση ενοχής μεν, αλλά όχι με τη δυσβάσταχτη ποινή της ισοβίου καθείρξεως όπως συνέβη πρωτοδίκως. Αυτό συνεπάγεται ότι ανοίγει ο δρόμος της ελευθερίας σε σύντομο χρονικό διάστημα».