Η Δήμητρα Γορτυνίας είναι ένα μικρό ορεινό χωριό στην βορειοδυτική Αρκαδία. Από εκεί καταγόταν ο Θεόδωρος Παρασκευόπουλος ο οποίος ζούσε μαζί με την γυναίκα του Χρυσούλα, τον γιό του Γιάννη και τον Βενιαμίν της οικογένειας, Γιωργάκη στα Χανιά Κρήτης.
Τον Ιούνιο του 1992, ο 10χρονος Γιωργάκης μόλις είχε τελειώσει την Ε’ Δημοτικού και απολάμβανε την ανεμελιά των καλοκαιρινών του διακοπών. Στα μέσα του Ιουνίου, η Θοδώρα, αδερφή του πατέρα του παιδιού, επικοινώνησε με την οικογένεια στην Κρήτη και τους ανέφερε πώς θα πήγαινε με τα τρία της παιδιά στη Δήμητρα Γορτυνίας για διακοπές και πρότεινε να πάρει μαζί και τον 10χρονο για να είναι να παρέα μαζί με τα τρία ξαδέρφια του.
Η Χρυσούλα, μητέρα του Γιωργάκη, στην αρχή φάνηκε διστακτική. Δεν ήθελε να τον στείλει. Δεν αισθανόταν άνετα να αφήσει το παιδί να μείνει μόνο του στο χωριό, ενώ εκείνοι θα βρίσκονταν ακόμα στο νησί. Ο Γιωργάκης, είχε πάει αρκετές φορές στη Γορτυνία, και είχε μείνει μαζί με τους παππούδες του, όμως πάντα ήταν όλοι μαζί οικογενειακώς, ποτέ μόνος του. Από την άλλη το παιδί θα ήταν μαζί με τα ξαδέρφια του και θα περνούσε ευχάριστα τις διακοπές του στο χωριό το οποίο του άρεσε πολύ. Εξάλλου αργότερα θα πήγαιναν και οι ίδιοι για διακοπές στο χωριό Δήμητρα.
Ύστερα από πολλές συζητήσεις και παρακάλια του μικρού, η Χρυσούλα δέχτηκε να τον στείλει, με μία προϋπόθεση. Ζήτησε επιτακτικά από την κουνιάδα της ο Γιωργάκης να μην πάει κάπου αλλού εκτός σπιτιού μόνος του, χωρίς επίβλεψη και ειδικά στο βουνό.
Η ανάβαση στο βουνό
Στις 20 Ιουνίου η Θεία του Γιωργάκη με τα τρία παιδιά της έφτασε στο χωριό. Τις πρώτες μέρες στο χωριό, όλα πήγαιναν καλά, ο Γιωργάκης μιλούσε σχεδόν κάθε μέρα με την μαμά του στα Χανιά, λέγοντας της πώς περνούσε τις μέρες του στην Δήμητρα. Στο σπίτι βρισκόταν η Θοδώρα με τα τρία παιδιά της, ο Γιωργάκης και ο παππούς, γιατί η γιαγιά Μαρία, πήγε στην κόρη της στην Αθήνα, λόγο ενός προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε.
Ο γέροντας έχοντας ήδη κάποια χρόνια προβλήματα υγείας, παρουσίασε μερικές μέρες μετά την αναχώρηση της γιαγιάς, αδιαθεσία. Το γεγονός αυτό όμως δεν λειτούργησε ανασταλτικά για τον ηλικιωμένο άντρα που ο νους του ήταν στα «ζωντανά» τα οποία βρισκόντουσαν στη στάνη, στο βουνό και έπρεπε κάποιος να τα φροντίσει.
Βλέποντας η Θοδώρα τον πατέρα της άρρωστο, ανήσυχη μήπως συμβεί κάτι και ο ηλικιωμένος βρεθεί χωρίς καμιά βοήθεια, είχε την φαεινή ιδέα να στείλει μαζί και τον 10χρονο Γιωργάκη, με το σκεπτικό ότι θα τον βοηθούσε και θα του θύμιζε να πάρει τα φάρμακά του. Εξάλλου επάνω στο βουνό όπου βρισκόταν το μαντρί, υπήρχε η καλύβα, όπου θα περνούσαν την νύχτα με ασφάλεια.
Έτσι, το πρωί της Τετάρτης 24 Ιουνίου, ο Γιωργάκης ξύπνησε νωρίς το πρωί, ντύθηκε, πήρε μαζί του το βιβλίο φυσικής που του άρεσε πολύ και μία μπλούζα μήπως χρειαστεί να αλλάξει. Πήρε στον ώμο του το ταγάρι του παππού που είχε μέσα τέσσερα άδεια παγούρια για νερό, και μαζί με τον παππού ξεκίνησαν την ανάβαση για το βουνό.
Η εξαφάνιση…
Την Πέμπτη 25 Ιουνίου 1992 το απόγευμα, ο παππούς επέστρεψε μόνος στο χωριό χωρίς το παιδί, όπου διαπίστωσε ότι ο Γιωργάκης δεν επέστρεψε και ήταν άφαντος. Ο ηλικιωμένος άντρας ανέφερε πώς γύρω στις 11.00 το πρωί της Τετάρτης έφτασαν σε μία πηγή, όπου ζήτησε από παιδί να γεμίσει τα τέσσερα παγούρια, μέχρι να πάει να μαζέψει τα πρόβατα. Όταν γύρισε στην πηγή, βρήκε μόνο τα δύο παγούρια του παιδιού αλλά το παιδί δεν ήταν εκεί.
Έψαξε λίγο τριγύρω μήπως το παιδί κάπου έπεσε, όμως δεν βρήκε απολύτως τίποτε και υπέθεσε πως το παιδί είχε επιστρέψει μόνο του στο χωριό. Επέστρεψε στα ζώα του στην στάνη, όπου παρέμεινε μέχρι το απόγευμα της επόμενης ημέρας. Δεν ανέφερε τίποτα ούτε και στον αδελφό του που τον επισκέφτηκε στην καλύβα.
Μόλις η Θοδώρα, συνειδητοποίησε ότι το παιδί χάθηκε, βγήκε στους δρόμους, προς αναζήτηση του μικρού όμως δεν υπήρχε κανένα ίχνος, η σημάδι του παιδιού. Η «μοναχική» αναζήτηση της Θοδώρας, ήταν επιπλέον χαμένος πολύτιμος χρόνος. Το σκοτάδι την ανάγκασε να εγκαταλείψει την αναζήτηση και επέστρεψε στο σπίτι, αναγκασμένη να τηλεφωνήσει στους γονείς του Γιωργάκη στα Χανιά, να τους πει τι συνέβη.
Την Πέμπτη 25 Ιουνίου στις 23.00 το βράδυ, το τηλέφωνο της οικογένειας Παρασκευόπουλου στα Χανιά χτυπά ξαφνικά. Στην άλλη άκρη της γραμμής είναι η Θοδώρα, η κουνιάδα της Χρυσούλας, η οποία της λέει ότι ο Γιωργάκης χάθηκε στο βουνό. Η μητέρα του μικρού έχασε την γη κάτω από τα πόδια της, αδυνατώντας να πιστέψει αυτά που της έλεγε η γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής.
Η οικογένεια Παρασκευόπουλου μαζί με το μεγαλύτερο γιό τους τον Γιαννάκη, έφυγαν με το πρώτο αεροπλάνο από τα Χανιά για την Πελοπόννησο.
Η αναζήτηση
Όταν οι χαροκαμένοι γονείς έφτασαν στην Δήμητρα, βρήκαν ένα χωριό ανάστατο, ψάχνοντας τον μικρό Γιωργάκη. Οι εθελοντές είχαν ήδη ξεκινήσει ήδη την αναζήτηση του μικρού, και στην συνέχεια ενισχύθηκαν με ισχυρές αστυνομικές μονάδες, που έψαξαν το βουνό σπιθαμή προς σπιθαμή.
Για την έρευνα στους απότομους γκρεμούς στάλθηκαν μετά από παρέμβαση του υπουργού άμυνας διμοιρίες ειδικών δυνάμεων του στρατού, ενώ στις έρευνες συνέδραμαν και ελικόπτερα από αέρος. Δυστυχώς όμως όλες οι έρευνες, ανέβησαν άκαρπες, ο Γιωργάκης χάθηκε λες και τον κατάπιε η γη.
Μερικές μέρες αργότερα, στην προσπάθεια αναζήτησης προστέθηκε και μία ομάδα αλπινιστών από την Ελβετία με ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά που είχαν την ικανότητα να εντοπίζουν αγνοούμενους είτε ήταν ζωντανοί, είτε νεκροί, θαμμένοι κάτω από σορούς. Μετά από τέσσερεις μέρες ερευνών με τα σκυλιά, δεν προέκυψε κανένα ίχνος, που να οδηγούσε κάπου. Τα σκυλιά δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα ίχνος του παιδιού.
Παρέμβαση Μητροπολίτη
Σαράντα ημέρες μετά την εξαφάνιση του Γιωργάκη, ο Μητροπολίτης της περιοχής, βλέποντας ότι οι έρευνες δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, με τις φήμες να δίνουν και να παίρνουν ανάμεσα στον κόσμο, θέλοντας να ωθήσει τους κατοίκους να ανοίξουν τα ερμητικά κλειστά στόματα τους, απείλησε με αφορισμό όποιον ήξερε κάτι σχετικό με την εξαφάνιση του παιδιού και δεν μιλούσε.
Τότε ξαφνικά εμφανίστηκε ένας μάρτυρας, ο Χρήστος Τζώρτζης από το διπλανό χωριό, τον Σπάθανο, ο οποίος την Πέμπτη 25 Ιουνίου περνούσε με το αυτοκίνητό του από τον περιφερειακό δρόμο κοντά στο βουνό. Στην άκρη του δρόμου είδε ένα μικρό παιδί με τα χαρακτηριστικά και τα ρούχα του Γιώργου να περπατάει μόνο του. Έκοψε ταχύτητα, αλλά ο μικρός δεν του έκανε σήμα να σταματήσει κι έτσι συνέχισε την πορεία του. Αυτή ήταν και η μοναδική μαρτυρία που έφτασε «επώνυμα» στις αρχές.
Λίγο αργότερα, ένας βοσκός βρήκε σε ένα απόμερο μέρος ένα λευκό αθλητικό παπούτσι στο νούμερο του Γιώργου. διαφορετικού σχεδίου σε ένα απόμερο μέρος, όμως δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθεί ότι ανήκε στο παιδί.
Τον Οκτώβριο, ιδιαίτερη αναστάτωση προκάλεσε η ανεύρεση του ταγαριού που ανήκε στον γέροντα, το οποίο είχε μέσα τα άλλα δύο παγούρια του Γιώργου, σε ένα δύσβατο σημείο του βουνού, γύρω στα 300m από την καλύβα. Πώς όμως είναι δυνατόν 300 μέτρα από την καλύβα, μερικούς μήνες αργότερα σε θάμνους να βρέθηκαν τα παγούρια? Όλο το βουνό είχε ερευνηθεί εξονυχιστικά με σκυλιά περιμετρικά και της καλύβας και δεν είχε βρεθεί τίποτε.
Το γεγονός ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την πεποίθηση, πώς τοποθετήθηκαν εκεί, από κάποιον, ο οποίος βρισκόταν πίσω από την εξαφάνιση του Γιωργάκη.
Η έρευνα της Αγγελικής Νικολούλη
Η δημοσιογράφος ασχολήθηκε επανειλημμένα με την υπόθεση, καταγράφοντας τις επιτόπιες μαρτυρίες των κατοίκων, και φιλοξενώντας αρκετές φορές τον πατέρα με την μητέρα του Γιωργάκη, την Χρυσούλα να απευθύνει δραματικές εκκλήσεις στο πανελλήνιο σε όποιον γνώριζε κάτι να μιλήσει, έστω και μετά από τόσα χρόνια.
Στην εκπομπή Φως στο Τούνελ του 1996 στο 4ο μέρος της εκπομπής (Μπορείτε να το δείτε ΕΔΩ), η Νικολούλη ήταν στο στούντιο με τους γονείς του παιδιού και καθώς έδειχναν τις φωτογραφίες του, πολλοί τηλεθεατές έσπευσαν να πάρουν τηλέφωνο στην εκπομπή, σίγουροι πως είχαν πρόσφατα (και την ίδια μέρα ακόμα) δει τον Γιώργο σε ρόλο πλανόδιου πωλητή να πουλάει άλλοτε εικόνες, άλλοτε βίους Αγίων σε θαλάμους νοσοκομείων, άλλοτε χαρτομάντηλα, και άλλοτε να επαιτεί στα φανάρια στην Αθήνα.
Η σιγουριά και το πλήθος των ανθρώπων που πήραν τηλέφωνο σε εκείνη την εκπομπή αναπτέρωσε το ηθικό όλων φουντώνοντας το σενάριο ότι το παιδί είναι ζωντανό και ότι η εξαφάνιση του ήταν αποτέλεσμα αρπαγής από κυκλώματα, τα οποία το ανάγκασαν να κάνει πλέον αυτή τη δουλειά στους δρόμους. Οι ελπίδες αυτές όμως διαψεύστηκαν από τις έρευνες οι οποίες απέβησαν άκαρπες.
Στην εκπομπή του 2013 (Μπορείτε να δείτε την εκπομπή ολόκληρη ΕΔΩ) ήρθε ξαφνικά στο προσκήνιο (για μία ακόμη φορά) το θέμα των μοναστηριών. Σύμφωνα με «μαρτυρία» τηλεθεάτριας που είχε επισκεφτεί μία Μονή της Ιεριχούς στους Αγίους Τόπους το 1998 ανέφερε πως είχε δει ένα παιδί γύρω στα 12 (ο Γιώργος θα ήταν 16 τότε), που τους είχε πει ότι στο μοναστήρι τον αποκαλούσαν Χρήστο, άλλα κανονικά ονομαζόταν Γιώργος και ήταν από την Κρήτη!
Όπως ήταν αναμενόμενο υπήρξε κινητοποίηση όλων προς την έρευνα εκατοντάδων Μοναστηριών ανά την επικράτεια, προς αναζήτηση οποιαδήποτε πληροφορίας, ή ίχνους του Γιωργάκη. Όμως λίγο αργότερα ένας μοναχός επικοινώνησε με το «Τούνελ» και διευκρίνισε ότι εκείνος ήταν την περίοδο αυτή «ο Γιωργάκης από την Κρήτη».
Με την Αγγελική Νικολούλη συνομίλησε και ο Αρχιμανδρίτης της Ιεριχούς, χωρίς όμως να προκύψουν στοιχεία ότι βρέθηκε εκεί ο Γιωργάκης πριν από χρόνια. Μάλιστα τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της «αρπαγής» ανηλίκων σε μία προσπάθεια να γεμίσουν τα μοναστήρια με «έμψυχο υλικό». Αποτέλεσμα για μία ακόμη φορά κανένα.
Είναι βέβαιο το γεγονός ότι όλοι αυτοί που πήραν τηλέφωνο στις συγκεκριμένες εκπομπές προφανώς είδαν κάποιο άλλο παιδί που έμοιαζε του Γιωργάκη και μες στο ενθουσιασμό τους ότι θα λύσουν το μυστήριο, πήραν τηλέφωνο.
Μήπως ανάμεσα τους, υπήρξαν και κάποιοι που είχαν άλλον σκοπό, να παραπλανήσουν την δημοσιογράφο, οδηγώντας τις έρευνες σε αδιέξοδο για δικούς τους λόγους; Ας μην ξεχνάμε ότι κάτι ανάλογο έγινε και πάλι στο Φως στο Τούνελ, όταν αναζητούσε την Ολυμπία Κηρύκου, όπου μία γυναίκα τηλεφώνησε ισχυριζόμενη ότι την είδε, είναι μια χαρά και μάλιστα ότι έφαγε μαζί της μπουγάτσα… !
Ομερτά
Όπως είναι εμφανές και στις εκπομπές, υπήρχε διάχυτη η πεποίθηση πως κάποιοι στο χωριό γνωρίζανε ακριβώς τί έγινε με παιδί, αλλά δεν μίλησαν στις αρχές. H μάνα ανέφερε ότι σύμφωνα με μάρτυρες, ο παππούς το βράδυ της Τετάρτης δεν αδιαφόρησε, αλλά πήγε στο χωριό να αναζητήσει το παιδί, όμως δεν πήρε απάντηση από τους χωριανούς και γύρισε στο βουνό.
Μάλιστα σε ένα από τα επεισόδια της εκπομπής της Α.Νικολούλη ο ίδιος ο παππούς ενώ αρχικά ανέφερε ότι πήγε την Τετάρτη στο χωριό (του ξέφυγε;), όταν τον ρώτησε η δημοσιογράφος Τετάρτη, απάντησε αμέσως διορθώνοντας «όχι, την Πέμπτη».
Ένα από τα πιο «χτυπητά», είναι η πλήρης απουσία της Θοδώρας (η θεία) από την «συλλογή μαρτυριών» της Νικολούλη, όπως και η γενική στάση της, όπως και του παππού σε όλες τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για την αναζήτηση του Γιωργάκη. Όπως ανέφερε και η Χρυσούλα, η μητέρα του Γιωργάκη, η θεία και ο παππούς, ήταν αρνητικοί στο να μιλήσουν, δεν βοήθησαν ποτέ στην έρευνα και δεν συνεργάστηκαν καθόλου με την Αστυνομία.
Η υπόθεση στο αρχείο και τα αναπάντητα γιατί …
Ο καιρός πέρασε και η υπόθεση μέσα στην πορεία του χρόνου μπήκε στο Αρχείο με τον φάκελο να φέρει την σήμασνη «Ανεξιχνίαστο». Σποραδικά προέκυψαν κάποιες αβάσιμες πληροφορίες οι οποίες δεν οδήγησαν πουθενά. Για κάποιους, ο Γιώργος είχε γίνει πλανόδιος πωλητής – επαίτης, για κάποιους μεγάλωνε για χρόνια σε ένα μοναστήρι στην Ιεριχώ, για κάποιους έπεσε θύμα απαγωγής., για κάποιους δολοφονήθηκε.
Υπάρχουν όμως τόσα πολλά «γιατί» σε αυτή την υπόθεση που κάνουν το μυαλό του κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου να αντιδρά σε αυτή την υπόθεση με ανάμεικτα συναισθήματα και η απορία καταλήγει να γίνεται καχυποψία.
Γιατί η θεία δεν έστειλε ένα δικό της παιδί μαζί με τον παππού για να τον φροντίσει, και έστειλε ένα «παιδί της πόλης» που υποτίθεται πως υποσχέθηκε στην Χρυσούλα να προσέχει και να μην το στείλει στο βουνό; Γιατί δεν έστειλε έστω για παρέα ένα δικό της παιδί; Πώς ένα 10χρονο «παιδί της πόλης» που δεν γνώριζε το βουνό, δεν γνώριζε τον δρόμο για να επιστρέψει μόνος του, θα «πρόσεχε» έναν υπερήλικα γέρο, επάνω στο βουνό, και πώς θα «ειδοποιούσε» σε περίπτωση ανάγκης, αν χρειαζόταν βοήθεια?
Γιατί και με ποια λογική ο παππούς άφησε ένα 10χρονο παιδί μόνο του σε μία πηγή, στην μέση του πουθενά, σε μία περιοχή άγνωστη για τον μικρό;
Γιατί ενώ υποτίθεται ότι ο παππούς έψαχνε στο βουνό το παιδί, δεν φώναξε το όνομα του, ώστε να «δώσει φωνή» ο μικρός, ή έστω να ακουστεί και από τους άλλους βοσκούς να σπεύσουν να βοηθήσουν, οι οποίοι σημειωτέων δεν τον άκουσαν να φωνάζει;
Γιατί Γιώργος δεν άρχιζε και να φωνάζει, ειδοποιώντας τον παππού του, εφόσον υποθέσουμε ότι το παιδί φοβήθηκε επειδή έμεινε μόνο του; Κανένας από τους βοσκούς όπως κατέθεσαν, δεν άκουσε παιδικές φωνές.
Γιατί ο παππούς δεν προέβη σε καμία απολύτως ενέργεια να αναζητήσει τον μικρό, αφού είδε ότι τα παγούρια ήταν εκεί ενώ το παιδί έλλειπε και με ποια λογική επέστρεψε «ήσυχος» στα ζώα, διανυκτερεύοντας στο βουνό;
Γιατί στον αδερφό του που πέρασε από κει, ο γέροντας δεν είπε κουβέντα για το συμβάν;
Γιατί ούτε η θεία, ούτε ο παππούς δεν βοήθησαν τις αρχές, κρατώντας μία αποστασιοποιημένη, αδιάφορη στάση, εμφανιζόμενοι «ενοχλημένοι» καθ’ όλη την έρευνα;
Γιατί οι Ελβετοί και οι ερευνητές δεν βρήκαν τα παγούρια όταν ψάχνανε, αλλά αυτά βρέθηκαν αργότερα, και μάλιστα στο συγκεκριμένο σημείο το οποίο είχε ερευνηθεί από τα σκυλιά;
Σενάρια και Υποθέσεις
Το σενάριο του ατυχήματος στο βουνό
Το παιδί έφυγε από την πηγή με άγνωστη κατεύθυνση προς το βουνό αναζητώντας τον παππού του. Αποπροσανατολίστηκε, εγκλωβίστηκε κάπου, πεθαίνοντας από φυσικά αίτια (ασιτία, αφυδάτωση), ή πέφτοντας σε κάποια χαράδρα.
Φαντάζει απίθανο, καθώς η περιοχή χτενίστηκε ενδελεχώς από εκατοντάδες εθελοντές και αστυνομικούς από εδάφους και αέρος. Η ειδική μοίρα των ΛΟΚ ερεύνησε όλες τις απόκρινες πλαγιές και χαράδρες που υπήρχαν στο βουνό χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Κι αν υποθέσουμε ότι κάτι ξέφυγε από τους εκατοντάδες ερευνητές, τα ειδικά εκπαιδευμένα Ελβετικά σκυλιά που είχαν την ικανότητα να εντοπίζουν ζωντανούς, ακόμη και νεκρούς θαμμένους, αποκλείεται να μην εντόπιζαν το πτώμα.
Το γεγονός ότι τα σκυλιά δεν βρήκαν τα επίμαχα παγούρια τα οποία βρέθηκαν στα 300 μέτρα από την καλύβα του γέροντα, σημαίνει ότι αυτά τοποθετήθηκαν εκεί αργότερα από κάποιον για να «βρεθούν» σε κάποια άλλη χρονική στιγμή. Το γιατί, το γνωρίζει μόνο αυτός που τα έβαλε εκεί.
Το σενάριο του τροχαίου ατυχήματος
Ο Γιώργος βγήκε στον δρόμο για να γυρίσει στο σπίτι του και κάποιο αυτοκίνητο τον χτύπησε κατά λάθος και τον σκότωσε. Ο οδηγός στην συνέχεια εξαφάνισε το πτώμα.
Αν υποθέσουμε ότι ισχύει η μαρτυρία του Χρήστου Τζώρτζη, ο οποίος κατέθεσε στην αστυνομία ότι είδε τον μικρό Γιωργάκη στον δρόμο να περπατάει στην άκρη, θα μπορούσε να ισχύει αυτό το σενάριο. Θα μπορούσε κάποιος διερχόμενος οδηγός κατά λάθος να είχε χτυπήσει, χωρίς να το θέλει τον Γιωργάκη και φοβούμενος τις συνέπειες να έσπευσε να κρύψει το σώμα του άτυχου παιδιού, και να εξαφανιστεί για να μην συλληφθεί.
Για να πράξει κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν χρόνος, με τον κίνδυνο να γίνει αντιληπτός, καθώς είναι ένας δρόμος, απ’ όπου περνάνε συχνά αυτοκίνητα, δεν είναι ερημικός δρόμος. Εκτός κι αν ο οδηγός συνέχισε το ταξίδι του, κουβαλώντας το άψυχο σώμα ενός παιδιού με τον κίνδυνο να συλληφθεί και το ξεφορτώθηκε αλλού.
Από την άλλη, σίγουρα θα εντοπίζονταν κάποια σημάδια του ατυχήματος, ίχνος φρεναρίσματος, σπασμένα γυαλιά, αίμα κλπ., όμως και δεν βρέθηκε τίποτε, καθώς ερευνήθηκε και ο δρόμος.
Δημιουργείται το ερώτημα γιατί πράξει κάποιος κάτι τέτοιο, από την στιγμή που αυτό που συνέβη ήταν ατύχημα, και η νομική αντιμετώπιση του οδηγού θα ήταν επιεικής. Έχοντας πάμπολλα παραδείγματα εγκατάλειψης θυμάτων τροχαίων, δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά, ότι αυτό το σενάριο, φαντάζει εξωπραγματικό.
Το σενάριο της αρπαγής και της δολοφονίας
Ο Γιωργάκης διανυκτέρευσε στο βουνό. Την επόμενη μέρα μόλις ξύπνησε κατάφερε να βγει στον δρόμο, όπου τον είδε ο περαστικός Τζώρτζης με το φορτηγό του.
Στην πορεία του να επιστρέψει στο χωριό, εντοπίστηκε από κάποιους, ή κάποιον ανώμαλο ο οποίος τον έπεισε να μπει στο αυτοκίνητο. Ενδεχομένως να τον άρπαξε με την βία. Μπορεί να οδήγησε το παιδί σε κάποιο άλλο «ασφαλές» σημείο για τον ίδιο όπου δεν θα γινόταν αντιληπτός, να το κακοποίησε, και αφού το δολοφόνησε, το εξαφάνισε.
Λαμβάνοντας και πάλι υπόψη ως ορθή την κατάθεση του Τζώρτζη είναι ένα ενδεχόμενο σενάριο, το οποίο μπορεί να ισχύει.
Το σενάριο του κυκλώματος εμπορίας παιδιών
Από τις πιο διαδεδομένες θεωρίες που κυκλοφορούν μέχρι σήμερα, ήταν το «πάντρεμα» της εξαφάνισης του Γιωργάκη με τις εξαφανίσεις μικρών παιδιών στην Πελοπόννησο που έγιναν τη δεκαετία ’80-’90. Το 1981 εξαφανίστηκε η 2χρονη Αννούλα στη Μάνη. Το 1985 ο 6χρονος Μιχάλης Μήτρου από το Λεβίδι, επίσης στην Αρκαδία. Το 1989 ο Νεκτάριος από τη Μεσσηνία και το 1992 τελευταίος ο Γιωργάκης στην Δήμητρα.
Ίσως υπάρχει σύνδεση μεταξύ αυτών των περιστατικών, ίσως όχι. Αυτό το σενάριο θα δικαιολογούσε τις μετέπειτα υποτιθέμενες θεάσεις του παιδιού στην Αθήνα, στα χέρια κυκλώματος εκμετάλλευσης παιδιών (αθίγγανοι, Αλβανοί κλπ.) όπως ανέφεραν και οι μάρτυρες στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη, όμως οι έρευνες της Ασφάλειας δεν οδήγησαν πουθενά. Τα παιδιά που εντοπίστηκαν, δεν είχαν καμία σχέση με τον Γιωργάκη.
Τίθεται όμως και το ερώτημα με ποια λογική να «ψάχνουν» να αρπάξουν παιδιά στα βουνά της Γορτυνίας, διακινδυνεύοντας να εντοπιστούν από ανθρώπους σε «κλειστές κοινωνίες», που λειτουργούν ως «ραντάρ» καταγράφοντας οτιδήποτε «ξένο» στην περιοχή; Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να βρει κάποιος ένα παιδί χωρίς επιτήρηση σε ένα τέτοιο βουνό για να το αρπάξει; Γιατί να μην προτιμήσουν την ανωνυμία της πόλης, όπου είναι πιο εύκολη μία τέτοια αρπαγή;
Το σενάριο των μοναστηριών και της υιοθεσίας
Το συνηθισμένο σενάριο που βλέπει πάντα το φως της δημοσιότητας σε εξαφανίσεις προσώπων, χωρίς όριο ηλικίας. Σε δεκάδες υποθέσεις που έχουν αναφερθεί στην εκπομπή της Α.Νικολούλη ο εξαφανισθείς παρακινούμενος από την απελπισία και το θρησκευτικό του συναίσθημα, εγκαταλείπει τα εγκόσμια για βρει καταφύγιο σε κάποιο μοναστήρι, αποκόπτοντας τους δεσμούς με την οικογένεια του.
Οι εκατοντάδες μαρτυρίες για εξαφανισμένους που υποτίθεται ότι εθεάθησαν σε μοναστήρια, ενώ βρέθηκαν αργότερα νεκροί, είναι η απόδειξη, ότι τέτοιου είδους μαρτυρίες, παραπλανούν τους ερευνητές και τελικά οδηγούν τις έρευνες σε αδιέξοδο.
Στην περίπτωση του Γιωργάκη, το σενάριο που ήθελε τον 10χρονο να «αρπάχτηκε» από κάποιους ρασοφόρους που «συλλέγουν» παιδιά για να επανδρώσουν μοναστήρια, και να κατέληξε στην Ιεριχώ, μόνο ως φαιδρό μπορεί να χαρακτηριστεί. Διαψεύστηκε από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε με την βοήθεια της εκκλησίας η οποία τηρεί αυστηρή θέση επάνω στο θέμα του μοναχισμού.
Το ίδιο ισχύει και για το σενάριο της αρπαγής με στόχο της υιοθεσία. Η ηλικία του παιδιού (ήταν 10 χρονών όταν εξαφανίστηκε) είναι τέτοια, που το παιδί έχει μνήμες και δεν είναι εφικτή η διαγραφή της. Ένα παιδί σ ’αυτή την ηλικία, ξέρει που μένει, ξέρει το τηλέφωνο, ξέρει την διεύθυνση του σπιτιού του. Ο Γιωργάκης σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας του, ήταν πολύ δεμένος με την οικογένεια του και δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα. Είναι αδύνατον, να μην επικοινωνούσε με τους γονείς του, με την οικογένεια του, με την πρώτη ευκαιρία. Αν όχι τότε, σίγουρα αργότερα θα το είχε πράξει.
Το σενάριο του ατυχήματος στο χωριό
Ανατριχιαστικό σενάριο το οποίο όμως έχει μία πολύ λογική βάση, και αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα αν δει κανείς την μετέπειτα συμπεριφορά των δύο άμεσα εμπλεκομένων προσώπων, της θείας και του παππού.
Ο Γιωργάκης δεν πήγε ποτέ στο βουνό, έχασε την ζωή του κατά λάθος επάνω στο παιχνίδι παίζοντας με τα ξαδέρφια του. Χτύπησε σε κάποια πέτρα, η κάποια γωνία του σπιτιού μετά από σπρώξιμο και ο παππούς βοήθησε στην εξαφάνιση του πτώματος. Η συγκάλυψη έγινε για να μην μπλέξει ένα ή περισσότερα παιδιά και μάλιστα «δικά τους» παιδιά και όχι «ξένα» που παίζανε μαζί, σε υπόθεση δολοφονίας. Αυτό δικαιολογεί και το γιατί δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα στο βουνό, και γιατί τα παγουράκια βρέθηκαν τόσους μήνες μετά.
Οι μόνοι μάρτυρες της ανάβασης του Γιωργάκη στο βουνό, ήταν η θεία και ο παππούς. Κανένας άλλος δεν είδε το παιδί όταν ανέβαιναν στο βουνό, ούτε κατά την παραμονή του επάνω στο βουνό. Είναι τα μόνα που εξηγούν το γιατί δεν φώναξε ο παππούς επάνω στο βουνό κατά την υποτιθέμενη αναζήτηση του. Είναι ιδιαίτερα σημαντική η μαρτυρία ενός άλλου βοσκού, που βρισκόταν όπως είπε ο ίδιος ακριβώς απέναντι, που δεν άκουσε κανένα παιδί, ούτε τον γέρο να φωνάζει. Απορίας άξιο είναι και το γεγονός ότι ο γέρος δεν είπε για την εξαφάνιση τίποτε στον αδερφό του που πέρασε από την καλύβα του.
Είναι ένας καλός λόγος που εξηγεί την μετέπειτα Ομερτά που επικράτησε στην συνέχεια. Η θεία και ο παππούς εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, κρατώντας απόμακρη στάση, χωρίς να συμμετέχουν στην ανεύρεση του παιδιού, χωρίς να συνεργαστούν με την αστυνομία. Το κερασάκι στην τούρτα θα μπορούσε να είναι το γεγονός πώς τα ξαδέλφια του Γιώργου δεν ρωτήθηκαν, ούτε ανακρίθηκαν ποτέ σχετικά με την υπόθεση, απ’ όσο τουλάχιστον είναι γνωστό μέχρι σήμερα.
Επιμύθιο
Υπάρχει διάχυτη η πεποίθηση ότι πολλοί στο χωριό γνωρίζουν τί συνέβη, αλλά η «ομερτά» δεν επέτρεψε ποτέ σε κάποιον να μιλήσει στις αρχές. Αποτέλεσμα, μέχρι σήμερα να μην γνωρίζουμε την πραγματική αλήθεια για το τι συνέβη εκείνες τις ημέρες του καλοκαιριού του 1992, όταν χάθηκε ο μικρός Γιωργάκης Παρασκευόπουλος. Πρόκειται αναμφίβολα για μια συγκλονιστική και σκοτεινή ιστορία που έχει πλέον μπει στο αρχείο, περιμένοντας κάποιους που ίσως γνωρίζουν να μιλήσουν μπας και ελαφρύνουν την συνείδηση τους.
Πηγές: nikolouli.gr, tanea, redit, ,