«Είχα γνωρίσει την Ελένη τρία χρόνια νωρίτερα, όταν πήγα στο σπίτι της ως υδραυλικός. Μετά είχαμε μόνο ένα ‘γεια’ στον δρόμο. Εκείνη την ημέρα, το μεσημέρι πήγα για μπάνιο και έτυχε να έρθει και αυτή όταν ήμουν στην παραλία. Πιάσαμε την κουβέντα και επιχείρησα να της θυμίσω ποιος ήμουν. Συζητήσαμε αρκετά για διάφορα θέματα, κολυμπήσαμε και μαζί και πάνω στην κουβέντα της ζήτησα να βρεθούμε ερωτικά. Εκείνη αρνήθηκε, χρησιμοποιώντας βαριές εκφράσεις, πρόσβαλε τον ανδρισμό μου.
Το βράδυ βγήκα και ήπια πολύ. Κάπνισα και δύο τσιγαριλίκια και μέσα στη θολούρα μου θυμήθηκα τα λόγια της. Ξεκίνησα για το σπίτι της, θέλοντας να αποκαταστήσω τον εγωισμό μου, έστω και με το ζόρι. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να σταματήσω. Άφησα το μηχανάκι μου λίγο μακρύτερα από το σπίτι της, στο σπίτι Γάλλων που κτίζεται και έφθασα με τα πόδια έξω από την πόρτα της. Κάπνισα ένα τσιγάρο και πέταξα το αποτσίγαρο. Είδα ότι ένα παράθυρο ήταν ανοικτό. Με ένα ξύλο έσκισα τη σήτα και μπήκα μέσα. Μπαίνοντας μέσα προχώρησα στην κουζίνα και στη συνέχεια στο υπνοδωμάτιο όπου κοιμόταν.Την ξύπνησα λέγοντάς της ότι ‘ήρθα να τελειώσουμε την πρόταση που σου έκανα το μεσημέρι’.
Έβαλα τα πόδια μου για να την ακινητοποιήσω. Αυτή φώναζε βοήθεια και όσο φώναζε τόσο θόλωνα εγώ. Τότε της έσκασα μία μπουνιά με όση δύναμη είχα, την κατέβασα στο πάτωμα και μετά έκανα τη δουλειά που έπρεπε να γίνει με το ζόρι. Με τις φωνές της σηκώθηκα να φύγω, τρόμαξα. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά που υπάρχουν μεταξύ των δύο δωματίων με άρπαξε από το πουκάμισο. Μπροστά μου βρισκόταν ο νεροχύτης και δίπλα ένας πλάστης, τον οποίο πήρα. Την χτυπάω και εφόσον βλέπω ότι δεν έγινε τίποτα, τη χτυπάω πολλές φορές στο κεφάλι, οπότε και έπεσε κάτω.
Στη συνέχεια την άφησα και βγήκα έξω, πήρα το μηχανάκι από εκεί που το είχα αφήσει, έχοντας μαζί μου μία μαύρη γυναικεία τσάντα που βρήκα πάνω στο τραπέζι (σ.σ. περιείχε και το κινητό της 52χρονης) και τον πλάστη τα οποία και πέταξα στη θάλασσα για να μην αφήσω ίχνη. Μετά πήγα σε ερημική παραλία όπου έκανα μπάνιο με τα ρούχα για να ξεπλύνω τα αίματα που είχα πάνω μου, αλλά και επειδή ένιωθα βρώμικος μετά από όλα αυτά. Επέστρεψα σπίτι μου όπου κοιμήθηκα μέχρι το απόγευμα.
Όταν βγήκα έξω πληροφορήθηκα ότι την βρήκαν νεκρή. Ήξερα ότι είχα πάει σπίτι της, την είχα βιάσει και τη χτύπησα, όχι όμως κι ότι τη σκότωσα» θα πει κατά την απολογία του ο 24χρονος Ευριπίδης Ζαφειρίου τον Αύγουστο του 2005. Θα κριθεί ένοχος για τη δολοφονία της Ελένης Κοντοπούλου στην Πάτμο. Η Ελένη είχε βρεθεί στο σπίτι της γυμνή πάνω στο κρεβάτι σε εμβρυακή στάση μέσα σε μία λίμνη αίματος. Θα τη βρει ο Θεόδωρος Μανιώτης, σύζυγος της ιδιοκτήτριας του καταστήματος με τουριστικά είδη στο οποίο δούλευε η Ελένη.
Ένα δακτυλικό αποτύπωμα στο ψυγείο, κάποια αποτσίγαρα της μάρκας του εν τέλει δολοφόνου και οι μαρτυρίες ανθρώπων ότι τον είχαν δει την προηγούμενη ημέρα μαζί με το θύμα, θα οδηγήσουν την αστυνομία στον Ευριπίδη Ζαφειρίου ο οποίος μετά από τρεις ώρες θα ομολογήσει την πράξη του.
Ο Ευριπίδης Ζαφειρίου καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας και 10 ετών για τον βιασμό της 52χρονης, ποινή που δεν άλλαξε σε δεύτερο βαθμό, τον Ιανουάριο του 2009.